Οδοιπορικό Αμβούργο-Βερολίνο-Ψωροκώσταινα (Επαγγελματικό acid trip)
Λουίτζιζ
Μας καβλάντιζε ένας Πορτογάλλος κουήρ εκεί στο Λουίτζιζ , και μας έφερε με τα πολλά κάτι μπριζόλες πάνω σε μια πίτσα, και φαρμακώσαμε και ‘μεις, οι ταξιδιώται οι κουρασμένοι. Το πνεύμα ξεκίνησε όλο εκεί. Έξω κρύο αγιάζι και πολύ latency από το roaming, μέσα πίτσα, μπύρα και μια οθονούλα που παίζει πλάνα drone από Santorini και Corfu. Μείναμε μέσα μέχρι που βάλανε τη σκούπα στην πόρτα και μας ρίξανε αλάτι στην πλάτη και παίξανε ένα ολόκληρο επεισόδιο Κωσταντίνου κ’ Ελένης με μάσκες αρχαίας τραγωδίας γενικά.
Οι γερμανοί ξέρουν από ΙΤ security. Δεν είναι τίποτα γκασμάδες, ούτε εμείς είμαστε. Μια χαρά. Σφίξαμε χέρια, είπαμε αουφβιντερσέν και ‘ντάξει.
Με τα πολλά βρέθηκα μονάχος φορτωμένος σα ντο γαϊδούρι σε κάτι γειτονιές τρύπιος σα σουρωτήρι, ταξιδιώτης σαν τον Κολόμβο. Εξεπλάγειν όταν κατάλαβα πως η βιτρίνα που κοίταγα άνετα ένα 2λεπτο δεν ήταν ρουχάδικου, ήταν φαγητάδικου. Και η φιγούρα που κοίταγα δεν ήταν πλαστικιά, ήταν η legit σερβιτόρα. Την κάρφωνα στα ίσα σα ντην Glendora που φταίει για όλα αυτά .
Και μπήκα να προσκυνήσω αυτή τη βόρεια περίπτωση σερβιτόρας.
Φράου Μο(ε)λλερ
Ήρθε, της έδωσα τους καταλόγους (που ήταν έτσι κι αλλιώς στα Κορακίστικα της κεντρικής Ευρώπης ), και της είπα με λόγια που μπάζαν νερά “Είμαι στα χέρια σου - φέρε μου ότι νομίζεις - θέλω να φάω και να πιω (πληρώνει η εταιρεία)”. Μετά από τις απαραίτητες ερωτήσεις για αλλεργίες (όπου εννοείται πως της είπα κάποια εξυπνάδα που δε θυμάμαι καν - και ίσως σχετιζόταν με το αρχέτυπο της μεσογειακής μάνας) μου γύρισε την πλάτη και έφυγε. Η οικειότητα που ένιωθα με αυτήν ίσως βασιζόταν στο ότι ήταν η μόνη στο δωμάτιο που δεν είχε πλοκάμια.
Είχε ένα πίρσιν στο αριστερό αυτί, εκεί που πονάει όταν σε τρυπάνε . Το είδα όταν κατέβασε το σνίτσελ μπροστά μου, από τα μακάρια ύψη του δίσκου της. Και την αγιασμένη μπύρα που δεν έγραφε στον κατάλογο και μου τη σύστησε ως την αγαπημένη της. Στο κεφάλι μου έπαιζε μια σκηνή παράλληλης πραγματικότητας (αλά Mulholland Drive ) όπου βγάζω ένα πιεστικό με γαλαζόπετρα και δίώχνω όλα τα χεντάη από τα μαγαζί. Και έτσι σερβίρει μόνο εμένα. Μη δω ψαγμένο 8άρι με γνησίως αύξουσα παράγωγο, να του πετάξω όλη μου τη λίμπιντο σα να παίζω χιονοπόλεμο (και αυτή να μην παίζει).
Αφού της έκανα 2 μπλε τζήρο σε μπύρες, και έφυγα με την όπισθεν πρακτικά κοιτάζοντας την, ξεχνώντας εννοείται την απόδειξη (Γιάννης πληρώνει), μέσα σε αυτήν την κιμπάρικη υπαρξιακή καύλα, που αποτελείται 2/10 από αυταρέσκεια, 7/10 από καθαρή αγάπη και 1/10 από διονυσιακή, σεξπιρική, οσκαρογουαιλντική σκωπτική διάθεση αυτοσαρκασμού και αυτοκαταστροφής, μπήκα στο flixbus.
Then we take Berlin
Αν η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο, Το Βερολίνο είναι μια φυλακή ανοιχτού τύπου για ντόπιους και μετανάστες, με ειδικό χώρο για τουρίστες. Ε, και το Βερολίνο δεν είναι έτσι ακριβώς.
Γενικά οι μπάτσοι μπορεί και να σου ξηγηθούν κομπλέ, τρύπιοι και φρικιά ολούθε, δυτικοί-ανατολικοί, ο πατερούλης και τα 7 του γατιά , του μουνιού η πανήγυρις, αλφάδια και σφυροδρέπανα, κόσμος στρίβει-πίνει και περπατάει στο δρόμο, εράσμους, αντιιικές μάσκες, τούρκοι, και λοιποί σχιστομάτηδες ταϊζουν το μεθυσμένο συφερτό, ντρόγκια με ευρηματικά ονόματα,νεράιδες και μάγκες, νεράιδες χωρίς μάγκες, μάγκες με μάγκες, νεράιδες με νεράιδες, 2 μάγκες μία νεράιδα, 2 νεράιδες ένας μάγκας, Ε, δεν είναι έτσι η πόλη που γέννησε τη δημοκρατία, πως να γίνει τώρα. Και οι σταθμοί του μετρό δεν έχουν πόρτες, απλά μπαίνεις και απλά πληρώνεις. Επίσης, αυτό το συνεχές αίσθημα ενοχής που έχεις όταν περπατάς στο κέντρο, εκεί δεν υπάρχει.
Στο Βερολίνο έζησα άλλες ψυχοσωματικές εμπειρίες μεγάλης έντασης, όπως το πρό-τελευταίο επεισόδιο του Bojack Horseman , μαραθώνιο Fleabag , work from home, ζεστό νερό χωρίς θερμοσίφωνα και γυναίκες να είναι όκεϋ να μου μιλήσουν σε μπαρ χωρίς να είμαι το γκαρσόνι ή το κινητό τους.
Γενικά, έπαθα πολιτισμικό σοκ ο φτωχός. Ένιωσα σαν ινδιάνος που του δίνουν για πρώτη φορά ουίσκι. Κάθε φορά παθαίνω κάτι τέτοιο όταν βγαίνω βόλτα στη Σένγκεν, αλλά πάντα αναγνώριζα ότι εντάξει, και είμαι διακοπές, και είναι λογικό να με εντυπωσιάζει το άγνωστο, και βλέπω μόνο την καλή πλευρά των πραγμάτων γιατί αυτή ψάχνω στις διακοπές, και η ζωή που κάνω στην Ελλάδα έχει τα άγχη της καθημερινότητας, και η Ελλάδα είναι πολύ όμορφη, και ο κόσμος στην Ελλάδα είναι έξω καρδιά και ευδιάθετος, και είναι και το ήλιος/παραλίες/μπικίνι/ξαπλώστρες/άμμος combo, αλλά όλες αυτές τις σκέψεις μου τις στραβοπάτησε η λογική καλπάζοντας προς την προσωπική μου αλήθεια όταν σκέφτηκα: “Πόσο καιρό έχεις απλά να νιώσεις όμορφα χωρίς λόγο περπατώντας σε ένα συνοικιακό δρόμο της Αθήνας, ρε καριόλη;”
“Sounds like a plan”, αυταπάντησα και άρχισα να μαζεύω τις ψυχικές μου βαλίτσες ήδη από τα αποδυτήρια.
Sounded like a plan
Στο αεροδρόμιο έβαλα τη μικρή τσάντα μέσα στη μεσαία τσάντα, τη μεσαία τσάντα μέσα στη μεγάλη τσάντα, και τη μεγάλη τσάντα τη φορτώθηκα, πέρασα τον έλεγχο εισιτηρίου που διήρκησε 10 δευτερόλεπτα και μετά έβγαλα τη μεσαία τσάντα από τη μεγάλη τσάντα και τη μικρή τσάντα μέσα από τη μεσαία τσάντα, και σκέφτηκα πόσο πιο παράλογα πράγματα είμαι ικανός να κάνω για 60 ψωροευρώ.
Στο αεροπλάνο έφτασα λίγο πιο κοντά στο θεό, εκεί που απλά έχανε ύψος για 10 συναπτά δευτερόλεπτα, αλλά τουλάχιστον αντιστάθηκα στην έμφυτη ελληνική μου ανάγκη και δε χειροκρότησα την προσγείωση. Αστυνόμοι (χωρίς ίχνος διακριτικών - κοινώς ασφαλίτες ή παλιακά μπασκίνες) ψάχναν τις ταυτότητες μόνο των αντρών, ακριβώς στην έξοδο της φισούνας, και σκέφτηκα πως θα μπορούσα να πάω και εγώ σε μία φισούνα και να ζητάω ταυτότητες, μόνο και μόνο για να γελάω με τις φωτογραφίες. Τέλος πάντων, με καλοσόρισε η Ελλάδα με passive aggressive διάθεση και Gajo Dilo που πρέπει να είναι για το αεροδρόμιο, ότι η Άτζελα Δημητρίου για τα Jumbo.
Σα να κοιτάς από ψηλά
Αποκαμμωμένος και γενικά σα να με έχει πατήσει τρένο, πήγα να πιω μια ρημαδο-μπύρα στα γνώριμα μέρη των Εξαρχείων, κοντά στο σπίτι, για να πεταχτώ αν τύχει και μου το ανοίξουν (σε άλλο επεισόδιο). Η συνειδητοποίηση ότι η μπύρα ήταν πιο ακριβή από αυτές που πουλούσαν απάνω στο αεροπλάνο της πορτοκαλί low budget εταιρείας (που ονομάζεται ιζιτζετ), με έκανε να νιώσω όπως όταν κατάλαβα το plot twist στους Συνήθεις Ύποπτους. Πέρασα από το “Δεν είναι δυνατόν¨, στο “Μαλάααακα μουυυ”, στο “ Ω γέροντααα η ευχήηηη ”, στο “ωστε γιαυτόοοοοοο” και κατέληξα να φύγω χωρίς να πληρώσω, συμβάλλοντας και εγώ (ο καθένας όπως μπορεί) στις εγκληματικές ενέργειες στην περιοχή των Εξαρχείων.
Υστερόγραφο 1
Τώρα μου αχνοφαίνεται πως μπορεί να γράψει κανείς ένα τραγούδι σαν αυτό .
Υστερόγραφο 2
Καλή μας Άνοιξη.