Οδοιπορικό break - Αμοργός (π. θρι - "Το Χαμένο Κινητό")
Η δεκάτη-έκτη Αυγούστου με βρίσκει επίσημα (η πρώτη γουλιά καφέ δηλαδή - όπως έλεγε η σερβιτόρα στη Μποτίλια) στο τραπέζι του Φάτα Μοργκάνα στα Κατάπολα. Με τον Σπύρο είχαμε μια ζωηρή συζήτηση, ενόσω κάπνιζα συγκρατημένα τα “Πράσινη Βιργινία” του, που ξεκίνησε από το ψάρεμα και “κατέληξε” (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη για εκείνη τη συζήτηση) στο γιατί δεν τον βοήθησε η Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία και την έχει καταβρεί με την Ψυχανάλυση , ενώ εγώ βοηθήθηκα από τη Συμπεριφορική, αλλά τώρα αλληθωρίζω εντελώς προς τη Γκεστάλτ . Η ώρα ήταν κοντά δώδεκα, ο Σπύρος ευχαρίστησε για τον κερασμένο καφέ και το βιβλίο και πήγε για σιέστα στο Δημοτικό Κάμπινγκ. Εμένα μετά από όλα αυτά δε μου κόλλαγε ύπνος…
“Σιγά μην πέσει το κινητό μου απ’ την τσέπη μου κατευθείαν μέσα στους κυματοθραύστες” σκέφτηκα, αμυνόμενος την καταστροφολογική σκέψη μου και διαβάζοντας τους Ασώτους , στους κυματοθραύστες στα Κατάπολα Αμοργού (όπως βγαίνεις απ’ το κάμπινγ όλο δεξιά όσο πάει), όσο το πανηγύρι της Παναγίας εκτυλισσόταν μπροστά στον Σκοπελίτη - στην άλλη πλευρά του λιμανιού κατά τις μικρές ώρες αυτής της δεκάτης-έκτης Αυγούστου. “Ειρωνικό”, θα έλεγε κανείς, αφού το κινητό μου έπεσε απ’ την τσέπη μου κατευθείαν μέσα στους κυματοθραύστες, λεπτά αφού έκανα την παραπάνω σκέψη.
Η κοπέλα που καθόταν στα είκοσι μέτρα μακριά με κοίταζε με το ύφος “έχω αγόρι” όσο την πλησίαζα και της εξηγούσα το πρόβλημά μου. Ίσως επειδή φορούσε τα ακουστικά της και χάζευε τα αστέρια πριν πάω. Χρειαζόμουν, όμως, τη βοήθειά της. Το φακό του κινητού της βασικά.
Το κινητό ήταν εκεί! Περί τα δύο-και μέτρα βαθειά ανάμεσα σε βράχους. Καθόλου βρεγμένο! Απλά βαθειά. Ανάμεσα στους βαριούς και τσιμεντομένους βράχους! Έλαμπε στο φως του δανεικού φακού.
Τα σκουπόξυλα που μου έδωσε η μπερδεμένη σερβιτόρα απ’ το Moon Bar ίσως να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν τσόπστιξ, φέρνοντας στην επιφάνεια ικανότητες που δε φανταζόμουν ότι είχα, και που όντως δεν είχα. Τα τσοπστιξόξυλα ήταν περί τα 1,20 μέτρα μακριά, τα χέρια μου περίπου 80 πόντους ακόμα, κι εγώ, εντελώς σκευρωμένος απάνω απ’ αυτούς τους βράχους, αποτύγχανα με συνέπεια να δημιουργήσω έστω μια ελπίδα για το σχέδιό μου. Το ακουμπούσα, το κουνούσα. Αλλά δεν το μάγκωνα.
Η απελπισία είναι απ’ τα πράγματα που έχουν μυρωδιά. Εκπέμπει μια ανημποριά στην οποία κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά ευαίσθητοι. Επίσης το ότι το κινητό φαινόταν, μέσα από εκείνη την τρύπα, έδινε την αίσθηση πως δεν επρόκειτο για μια απρόθυμη κηδεία, αλλά μια κρίσιμη εγχείρηση. Έναν άθλο που περίμενε κάποιον να τον φέρει εις πέρας. Μια πρόκληση. Μια αφορμή, επιτέλους, για παιχνίδι.
Χαιρέτησα πολύ εγκάρδια την παρέα με τα παλικάρια που έμεναν στη Λιόν και τα κορίτσια που δεν κατάλαβα που έμεναν (στην Ελλάδα πάντως), γιατί η βοήθειά τους ήταν σημαντική. Μια απόχη, δυό κουπιά, ένα μακρύ σκουριασμένο και ενοχλητικά στραβό ατσαλόσύρμα ήταν η υλική συνεισφορά τους στο εγχείρημα. Α, και ένα μονιμότερος φακός. Η υλική τους συνεισφορά όμως ήταν αμελητέα μπροστά στην ψυχολογική υποστήριξη, τις ιδέες και τη γενικότερη καβλάντα που μου προσέφεραν, για ένα χαλαρό διωράκι. Ενόσω συνειδητοποιούσα πόσα χρήσιμα πράγματα μου ήταν μέσα σε εκείνους τους βράχους. Η παρέα όμως αυτή έμελε να παίξει “καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις” με μια ιδέα της. Μια ιδέα που για να ξεδιπλώσω ενόπιών σας πρέπει να μιλήσω για μια ακόμα φιγούρα εκείνης της βραδιάς. Το Βασίλη.
Μας χάζευε με αδιάφορη περιέργεια ο αλβανός οικοδόμος που ήξερε τα πολλά και ο νους του κατέβαζε, καθώς παρουσίαζε μάλλον συμπτώματα ήπιας αϋπνίας. Πλησίασα το μπαλκονάκι του και συνοπτικά τον έβαλα στο κόλπο, μετά από μια βιαστική χειραψία: “Βασίλης”. “Χρειαζόμαστε μια τσιμπήδα, σαν αυτές που έχουν στα καθαριστήρια για να ξεκρεμάνε τα ρούχα”, είπε ο Βασίλης, “αλλά που θα βρούμε τώρα;”, με το “τώρα” να σημαίνει: δυόμησι ώρα τη νύχτα του δεκαπενταύγουστου, γιατί αν δεν ήμουν αρκετά σαφής πριν - όλα αυτά γίνανε νύχτα. Με το πανηγύρι να συμβαίνει ακριβώς απέναντι.
Στήριξε την πόρτα του πορτ-μπαγκάζ του κλασσικού ασημενιου χιουντάη άξεντ του ‘99, με τα χαλασμένα αμορτισέρ, στο κεφάλι του, όσο έβγαζε από μέσα: ένα ακόμη σκουπόξυλο, δύο πρόκες, ένα σκεπάρνι και ένα ακόμα άσχετο ξύλο. Άρχισε να φιλοτεχνεί ένα πολύ περίεργο και μακρύ τσιμπήδι αγνοώντας το πως λειτουργούν οι μοχλοί. Με πάθος όμως, και αυτό με ενέπνεε. Μαζί με εμένα μετρούσαμε έξι άτομα πάνω απ’ αυτόν τον υγρό και αμφίβολο τάφο, πάνω απ’ το κινητό που ξαφνικά αναβόσβηνε. Με έπαιρναν τηλέφωνο. Η παρέα μου που με έψαχνε; Ο πρώτος μου έρωτας; Ο τελευταίος; Δεν είχα τρόπο να μάθω…
Το τσιπμήδι αποτύγχανε αναμενόμενα, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με το αναπόφευκτο. Με το γελοίο του πράγματος. Με το παράλογο του Καμύ. Με τους ίδιους μας τους εαυτούς. Και τότε έπεσε η ιδέα που άλλαξε τη ροή των γεγονότων: Σιλικόνη.
Η ιδέα ήταν απλή, η υλοποίηση το ίδιο και η πιθανότητα να πάμε ταμείο - ανυπολόγιστη. Ποτίσαμε με ακρυλική σιλικόνη την άκρη του σκουπόξυλου. Ο Βασίλης μας προμήθευσε με τη σιλικόνη. “Έλα τη πρωί που θα έχει κολλήσει να τη τραβήξεις”, είπε φεύγοντας, απηυδισμένος και βαθειά μέσα του ηττημένος, που η τσιμπήδα του δε δούλεψε.
Δεν υπήρχε τίποτα να κάνω μέχρι το ξημέρωμα. Τα παράτησα όλα και πήγα στο πανηγύρι, με την ψυχολογία μου παραπαίουσα και την τσέπη μου άδεια.
Ο μπάφος που έστριψε το Μαράκι με έστειλε για τσάι. Πέρασα όλα τα στάδια της μαστούρας, το χάωμα, τη φάση του τεντώματος, το “πόση ώρα σου μιλάω;” και άλλα κλασσικά εικονογραφημένα. Ο Τέλης τράβαγε και κατουρούσε ό,τι έβρισκε, η Μαρία με πήγαινε προς μια σκηνή που θα άφηνα το σώμα μου για μερικές ώρες, στο Δημοτικό Καμπινγκ, και στο δρόμο λέγαμε τα φετινά μας σχέδια και τα περασμένα μας μεγαλεία.
Η Μαρία είναι πάντα εκεί σε άσχετα μέρη. Στην πτήση που γύριζα από Βαρκελώνη - 🗸, στην Αμοργό, στο δρόμο μου για το πανηγύρι - 🗸 (αυτά θυμάμαι βασικά, αλλά έχω την σίγουρη εντύπωση πως υπάρχουν άλλες 1-2 φορές).
Στη σκηνή φτάσαμε ξημερώματα. Οι πετεινοί λαλούσαν ένα σωρό φορές, με ένα τρόπο που μου φαινόταν απαράμιλα αστείος. Έσκαγα στα γέλια με κάθε λάλημα και έχω την εντύπωση πως τόσο η Μαρία όσο και όλοι οι ένοικοι του κάμπινγκ με άκουγαν απ’ τις δικές τους σκηνές. Πράγμα που μου έκανε πολύ πιο δύσκολο το να σταματήσω. Κι έτσι γλυκά, έστειλ’ όλους τους αγγέλους του ο θεούλης και μαρμάρωσα στον υπνο. Αυλαία.
“To OTP για το Gmail” ήταν η πρώτη σκέψη που είχα ξυπνώντας. Μετά απ’ αυτό δε χρειαζόμουν καφέ, δε χρειαζόμουν να τεντωθώ, γενικά - ήμουν έτοιμος. Υπολόγιζα το μέγεθος της καταστροφής στην περίπτωση που δεν είχα τα Security Codes, περπατώντας ανόρεχτα προς το σημείο του ατυχήματος, του πεδίου δράσης, της ανορθόδοξης πτώσης. Ξεφύσαγα με έκπληκτη φάτσα όσο συνειδητοποιούσα τι διακυβευόταν σε εκείνα τα βράχια.
“Τι ώρα είναι;”, ρώτησα έναν παλίκαρο που καθόταν, μέσα στην πρωινή ντάγλα, μπροστά στη Φάτα Μοργκάνα. Βασικά, ο τύπος ήτο η πλατωνική ιδέα της ντάγλας, δίπλα στο λήμμα “ντάγλα”, στο λεξικό, έπαιζε φωτογραφία ακριβώς η σκηνή που τον πέτυχα κ.τ.λ. “Εφτάμησι”, μου ‘πε, αλλά επιχειρούσε να απαντήσει σίγουρα απ’ τις “και εικοσπέντε”, γιατί η διαδικασία να φτάσει με το χέρι το τραπέζι, να πιάσει το κινητό του και να το ξεκλειδώσει του κόστισε πραγματικά τόσο σε χρόνο όσο και σε ενέργεια. Εγώ όμως δε χαμπάριαζα. Του περιέγραψα το προσωπικό μου δράμα, όσο ο τύπος χασμουριόταν και λογικά απορούσε μέσα του: “τι φάση, τι είν’ αυτός;”.
Με τα πολλά, τον ιντρίγκαρε τόσο το στόρυ μου που σηκώθηκε (!) και ήρθε μαζί μου προς το βωμό. Ο νταγλαρισμένος τύπος, που εν τω μεταξύ λεγόταν Χρήστος και ήταν σερβιτόρος στο Φάτα Μοργκάνα, βολιδοσκόπησε την κατάσταση και αποφάνθηκε: “δεν έχω ιδέα”, όταν είδαμε το σκουπόξυλο να ανεβαίνει χωρίς κολλημένο κινητό στην άκρη του. Η ειλικρίνιά του με σκλάβωσε.
Πλέον ήμουν στη φάση που καθετί που έβλεπα ήταν εν δυνάμη εργαλείο ανάσυρσης κινητών από βράχια. Και ήμουν σε αναζήτηση καινούργιων συνεργ(ατ)ών, περπατώντας προς τα πίσω (για ακόμη μια φορά) από τους κυματοθραύστες και προς το Δημοτικό Κάμπινγκ.
Στο Moon Bar πάρταραν ακόμα. Στο πεζούλι και στο βαρκάκι απέναντι κάθονταν μερικές αξιολύπητες παρέες, που τις άφηνε ό,τι είχαν πιεί και έρχονταν αντιμέτωπες ξανά με την ύπαρξή τους, όπως την είχαν αφήσει, τους κύκλους των αναγκών τους και γενικότερα βίωναν ένα πράγμα που συγκρίνεται μόνο με το post nut clarity . Διάλεξα προσεκτικά τα θύματά μου - ένα ζευγάρι - ένα ξανθό παλικάρι και μια μεσήλικη χίπισσα - εξίσου ξανθιά. Τους είπα: “θέλετε να με ακολουθήσετε σε μια περιπέτεια;” και ο τύπος με άρπαξε απ’ τους ώμους, με ταρακούνησε και μου είπε “τι λες άνθρωπέ μου; τι εννοείς;”. Έμοιαζα με σουίνγκερ, με έμπορο μανιταριών, με το γάτο απ’ την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, στα μάτια τους. Τους εξήγησα τι όντως ήθελα και η μαστουρωμένη χίπισσα, φανερά απογοητευμένη, με έπιασε σε ένα εμπνευστικό λογύδριο: “Θα πας στα βράχια που λες πως έπεσε το κινητό σου και θα πας δεξιά, στο νεκροταφείο, θα καθήσεις εκεί και κοίτα τη θάλασσα… (παύση με νόημα)”. Ο τύπος ήταν πιο πολύ στον ίδιο κόσμο μαζί μου, έπιασε τη φίλη από τη μέσα και φύγανε, κοιτώντας με πίσω με κατανόηση. Με το βλέμμα “θα βοηθούσα αλλά η κατάσταση… καταλαβαίνεις…”
Στην υπερυψωμένη βεράντα, δίπλα στο Moon Bar πίνανε τον (πολύ) πρωινό τους ελληνικό με φουσκάλες δύο γιαγιάδες, που κοιτούσαν με μισό μάτι τα ανθρώπινα ρετάλια που είχαν απομείνει από το ξενύχτι του πανηγυριού - τις διάφορες κατατονικές φιγούρες του πρωινού. Με είχαν μπερδέψει και εμένα με μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις, και η έκπληξή τους ήταν τεράστια όταν άρχισα να πλησιάζω τη βεράντα αποφασιστικά και χωρίς περιστροφές. Την κακοπροαίρετη έκπληξη τους διαδέχτηκε απότομα ένα βλέμμα συμπόνιας (δηλαδή δύο βλέμματα σύνολο) όταν εξήγησα την πονεμένη και όλο και μακροσκελέστερη ιστορία μου. “Αχ παιδάκι μου, τι έπαθες…”, μου ‘πε η μιά, και μου θύμισε αναγκαστικά τη δικιά μου γιαγιά . “Μα καλά, δεν έχεις ένα κάτι να το τραβήξεις;”, είπε η “άλλη”, ενώ η “μία” σηκώθηκε και έφερε ένα σκουπόξυλο. Της είπα ότι το είχα δοκιμάσει αυτό, και τότε με κοίταξε με ύφος “μην είσαι προπέτης” και έφερε ένα τσουγκρανοειδές πράμα. Ένα πράμα που όσο γράφω συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει και ακριβώς λέξη για αυτό, αλλά μοιάζει με αχυρένια σκούπα, χωρίς άχυρα - με μεταλλικά τσιμπλίκια που λύγιζουν στην άκρη αλλά προς την ίδια κατεύθυνση. Βασικά νά - κάτι σαν αυτό - “τσουγκράνα φύλλων”. Μόνο που ήταν χειρός, δηλαδή σε μέγεθος μεγάλης τσιπούρας περίπου. Και έτσι η “άλλη” έφερε σκοινί, και οι δύο γιαγιάδες μαζί μόνταραν την “τσουγκράνα φύλλων” πάνω στο σκουπόξυλο. Τις κοιτούσα έκπληκτος να φτιάχνουν τον μέγκατρον οχτώ η ώρα το πρωί και σκεφτόμουν: “Μπράβο, αυτός είναι καφές”.
Μαζί με τον μέγκατρον μου δώσανε την ευχή τους, με σταυρώσανε, με φτύσανε τρεις φορές να μη με βασκάνουν και πήρα μπούλο. Ο δρόμος ξανά προς τους βράχους ήταν πλέον ηλιόλουστος και το φως ερχόταν όλο πλάγιο . Ο Χρήστος, που βάραγε την κλασσική του πια ντάγλα έξω απ’ το Φάτα Μοργκάνα, προσπαθώντας να στρίψει ένα τσιγάρο, με είδε να κρατάω καμαρωτά αυτό το τεράστιο αυτοσχέδιο ματζαφλάρι και ένιωσα ότι στα μάτια του πρωταγωνιστούσα σε κάποιο καρτούν - σαν το κογιότ .
Όμως και πάλι, μου έλειπε ο φακός, και έπρεπε να αγγαρέψω κάποιον ξανά. Αυτοί οι δύο πολύ νυσταγμένοι τύποι μου φάνηκαν ότι έπρεπε - ερχόντουσαν “ ταμάμ για θυσία ”. Τους έπιασα στο χαλαρό μπίρι-μπίρι, με συμπόνεσαν στα μπαμ και τους πήγα στον τόπο τους ατυχήματος. Και εκεί ξεδιπλώσανε τη γαμάτη σύμπτωση: δούλευαν στο κάμπινγκ που έμενε η παρέα μου (σ’ αυτόν τον Καστάνη με τον υπεργλυώδη ιδιοκτήτη) και που την έβγαζα κι εγώ στο τσάμπα γιατί έμπαινα μουλωχτά σα νυφίτσα (που ήταν και το ψευδώνυμό μου στο κάουντερ-στράηκ άλλωστε), με το βαν και δε με πέρνανε χαμπάρι. Ε, αυτά τα παλικάρια ήταν αυτοί που θα έπρεπε να με παίρνουν χαμπάρι. Δούλευαν εκεί ως νυχτερινοί φύλακες, στο πάρκινγκ και βοηθούσαν στο παρκάρισμα, σ’ αυτό το ελεεινό χωμάτινο κωλοχανείο που ονόμαζαν “πάρκινγκ”. Και το καλύτερο: ως νυχτερινοί φύλακες είχαν μαζί τους γαμάτους φακούς.
Ο μέγκατρον έκανε μια τρύπα στο νερό. Παρά τις ευλογίες των γιαγιάδων, και τη δική μου - ακμαία σαν κουρδιστή - ψυχολογία. Ο φακός όμως τα πήγαινε θαυμάσια. Η απογοήτευση άργησε να έρθει, καθώς τα παιδιά είχανε ψηθεί μετά τη βραδινή τους βάρδια να ασχοληθούν με το κινητό του Γιάννη για πάνω από μια ώρα. Ίσως και δυο. Με καλή παρέα δεν καταλαβαίνεις πως περνάει η ώρα έτσι κι αλλιώς. Ο Βασίλης είχε ξαναβγεί στο μπαλκονάκι του και μας χάζευε εκ νέου, μερικοί ψαράδες είχαν καταφτάσει στο σημείο για το πρωινό τους σκότωμα χρόνου και γενικά η μέρα προχωρούσε κανονικά πια - περασμένες εννιά.
Ένας όμως ψαράς, κάπου εκεί, δεν έμοιαζε με τους άλλους. Αντιστεκόταν ακόμα. Ήταν μια στοϊκή φιγούρα που δεν έβγαλε ούτε μισό ψάρι όσο ήμασταν εκεί και συνέχιζε χωρίς καμιά περιέργεια για το τι συμβαίνει γύρω του. Ήταν αναιδώς αδιάφορος σε αυτό που (μου) συνέβαινε. Ο Μίστερ Μιγιάγκι του ψαρέματος. Αυτόν ήθελα. Αυτός θα το έκανε. Δεν ξέρω πως. Κάπως.
Άφησα τα παλικάρια να παίζουν με το μέγκατρον και πήγα να φέρω τον Μιγιάγκι στην ομάδα. Δεν ήθελε πολύ. Είδε την πρόκληση, πήρε μαζί του αυτά τα πλαστικά ψαράκια που αν τα φάει κανονικό ψαράκι είναι γκέημ-όβερ (και που λέγονται “πλάνοι” - πράγμα εντυπωσιακό), και ήρθε στην ομάδα. Ο μέγκατρον αποσύρθηκε και ο Μιγιάγκι ανέλαβε. Τα αγκίστριά του ήταν πολύ μυτερά, αν έπιαναν τη λαστιχένια θήκη του κινητού θα τα κατάφερνε να το τραβήξει - είπε. Εγώ με το φακό έκατσα στη μια μεριά, ο Μιγιάγκι με την πετονιά στην άλλη και ξεκινήσαμε. Τα δυο ξενυχτισμένα παλικάρια μας έκαναν κερκίδα με “ωωωω”, και “ήσουν κοντά”, και “λίγο πιο δεξιά” και τέτοια. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμασταν εκεί. Ο χρόνος πέρναγε σα νερό. Μπήκαμε σε φλόου , ήταν μια διαλογιστική εμπειρία, δεν είχε πια να κάνει με το κινητό. Δεν είχε να κάνει με τίποτα. Ο σκοπός είχε ξεχαστεί. Οι υπάρξεις μας είχαν διαλυθεί στη συλλογική προσπάθεια. Ήμαστε το αγκίστρι. Ήμαστε το κινητό. Ενωθήκαμε σαν από τύχη. Και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε.
Λίγες φορές έχω υπάρξει τόσο έκπληκτος όσο τη στιγμή που είδα το κινητό να σηκώνεται γαντζωμένο σε αυτό το πλαστικό ψαράκι. Όσο τη στιγμή που ο Μιγιάγκι το άφησε δίπλα μου στο πεζούλι. Όσο τη στιγμή που το έπιασα ξανά, μουσκεμένο στα χέρια μου. Όσο τη στιγμή που δυο-τρεις γιαγιάδες από τα μπαλκόνια τους χειροκρότησαν! Ένα ήταν σίγουρο. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να κεράσω καφέ το σύμπαν.
Ο Χρήστος (που εν τω μεταξύ είχε ξενταγλάρει κάπως) ήρθε για να παραγγείλουμε δύο σκετάδια φρέντα στη Φάτα Μοργκάνα. Ο Μιγιάγκι, που τον έλεγαν (και ακόμα θα τον λένε) Σπύρο κι εγώ αρχίσαμε να ξεδιπλώνουμε μια κουβέντα που δεν έμελε να τελειώσει σύντομα. Το κινητό είχε πιεί πολύ θαλασσινό νερό, το ρύζι δε στάθηκε ικανό να το σώσει - η μαγεία έχει, όπως φαίνεται, τα όριά της. Από το κινητό πήραμε τη σίμ και - κυρίως - μια ικανοποίηση που με ανατριχιάζει ακόμα. Δεν είναι όλες οι μέρες εύκολες. Δεν είναι όλες οι μέρες ίδιες. Η μέρα, όμως, εκείνη είχε ξεκινήσει με έναν θρίαμβο…
Παράρτημα
Φαίνεται να έχασα όλες μου τις επαφές. Και όλες μου τις φωτογραφίες! Μη μου πει κανείς για κλάουντ και βλακείες. Είναι μια νέα αρχή. Αν είχα το τηλέφωνό σας πριν, στείλτε μου ένα μήνυμα! Αν έχετε καμιά φωτογραφία μου, στείλτε την και αυτήν. Κι ας μην έχω βγει καλός. Ποτέ δε βγαίνω καλός έτσι κι αλλιώς.
Όλη η παραπάνω ιστορία είναι αληθινή και εντελώς πιστή στην πραγματικότητα. Συνέβησαν όλα! Και παρέλειψα αρκετά, όπως το πως πηδούσαμε στις γύρω βάρκες και μαζεύαμε απόχες και κουπιά ή το πως πήγαμε με τη Μαρία στο Δημοτικό Κάμπινγκ για να πάρουμε τον Τέλη και να ξαναφύγουμε, όπου βρήκαμε τις φίλες της να αράζουν στην καντίνα και κάναμε μια μακροσκελή κουβέντα για το τι ζητούμε (τελικά) απ’ τις ερωτικές σχέσεις.
Στην παραπάνω επιχείρηση μπλέχτηκαν τουλάχιστον δεκαπέντε άτομα, διήρκησε πάνω από δέκα ώρες και μετρώ πρόχειρα περι τα εφτά αυτοσχέδια εργαλεία ανάσυρσης κινητών.
Δεν έμαθα ποτέ ποιός με έπαιρνε τηλέφωνο…