Άπλυτα πιάτα
Μάρμαρο
Νεροχύτης του ‘60 - ‘70. Κάθομαι μπροστά του και πλένω κάτι πιάτα. Το μάρμαρο έχει βαθούλωμα στην πάνω αριστερη γωνία, και έτσι τα νερά καταλήγουν κυρίως στο βαθούλωμα και όχι στην τρύπα. Μιλάμε για βαθειά παραβίαση της εσωτερικής μου συμμετρίας. Είναι το σπίτι μου αυτό΄(πως μπαίνει η άνω τελεία) με τον στραβό νεροχύτη.
Δεν είχα δώσει καμία σημασία στο πως ήταν το σπίτι που νοίκιαζα. Το είδα μια φορά, νύχτα, και υπέγραψα. Σα να επρόκειτο να εκραγεί το προηγούμενο από στιγμή σε στιγμή. Για να φύγω απ’ το πατρικό μου θα έμενα και στους υπονόμους - με τα χελωνονιντζάκια. Ούτε θέση για πλυντήριο ρούχων είχε. Ούτε παράθυρα καλά-καλά. Είμαι όμως περήφανος κάτοικος Εξαρχείων.
Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί εκείνο το απόγευμα έριξα μαλακτικό ρούχων στον φραπέ μου. Δεν έγινε σπασμωδικά, δε με έβλεπε κανείς ώστε να του κάνω πλάκα (τύπου “watch me” ενώ κάνω κάτι πολύ κουλό), δεν το σκέφτηκα δύο φορές. Σα να εκτελώ συνταγή που περιείχε, μεταξύ άλλων, μαλακτικό ρούχων. Τον χτυπούσα - σταμάτησα - έριξα ένα καπάκι μαλακτικό - τον ξαναχτύπησα (για να πάει παντού; - δεν ξέρω) - συμπλήρωσα παγάκια, νερό, καλαμάκι και ήπια. Σα να τον έφτιαχνα χρόνια έτσι. Με φυσικότητα.
Σε δέκα περίπου λεπτά πονούσα. Ήταν ο πόνος που νιώθει κανείς το επόμενο λεπτό από μια κλωτσιά στα αρχίδια. Όχι ο οξύς πόνος του χτυπήματος, ο αμβλύς πόνος που καταλαμβάνει χώρο μέσα σου, που προμηνύει πως κάτι μεταβλήθηκε εκεί μέσα για πάντα. Που σου δίνει να καταλάβεις τη σημαντικότητα του γεγονότος που στον προκάλεσε. Που ορίζει αναδρομικά την πηγή του (retroactively defines its predecessor - ο ορισμός του “γεγονότος”).
Ο νοσοσκόμος μου είπε να μην το ξανακάνω΄ όσο μου έβγαζε το σωλήνα της πλύσης στομάχου. Ο ψυχοθεραπευτής μου είπε πως ήταν καθαρή τάση αυτοκαταστροφής. Η μάνα μου να πίνω πολύ νερό τώρα. Ο πατέρας μου να τελειώσω τη σχολή μου πριν το στρατό. Η αδερφή μου έκανε αυτό που μετακινείς το πάνω χείλος όσο μπορείς προς τα κάτω (όσο να νιώσεις τα ρουθούνια σου να ανοίγουν) και κουνάς όλο το κεφάλι πάνω-κάτω αποδοκιμαστικά.