Του COVID τα 19άμερα
Όταν έξω κάνει Κόβιντ-δεκαεννιά μέσα κάνει φουτζίτσου . Κάνει βαρεμάρα τύπου 7 χρονώ μεσημέρι , κάνει ανησυχία για τη δημοκρατική δικτατορία της Ψωροκώσταινας , κάνει υπολογιστές και Zoom και remote και ρεβύθια σούπα .
Είναι επίσης εντυπωσιακό το κύμα νεοφιλελεύθερης κακοκαιρίας που έχει βρει την Ελλάδα, που έρχεται από ανέμους δυτικούς που ξεκινάνε από πέρα του Ατλαντικού, περνάνε από το μικρό πάνω αριστερά νησάκι και έρχονται κατευθείαν εδώ. Όσο και να αμπαρωθείς, αυτή η βροχή μπαίνει από τη ΦΕΚ, τους ήρωες με τα μπλε και τα πράσινα, το ραδιόφωνο.
Όσο η νομοθετική εξουσία
θυμίζει την παρέα από τις 120 μέρες στα Σόδομα καθώς ετοιμάζονται να ξεκωλιάσουν τα παιδιά της εργατιάς
εγώ “κάθομαι σπίτι” και τους βλέπω να βαράνε τις μελάτες ψωλές τους, για να μετατρέψουν την Ελλάδα σε ένα μεγάλο μπισκότο
, που θα κοπεί σε περίπου 10-15 εκατομμύρια κομμάτια και θα φάμε όλοι από λίγο ή περισσότερο.
Και όσο και αν με θλίβει αυτό, και όσο και αν ξέρω ότι με “φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί” - είτε κρυφά είτε φανερά, ένα πράγμα μου κάνει βαθιά εντύπωση:
Ενσυναίσθηση - αυτός ο ξένος
Πως είναι δυνατόν ένας ά(ν)θρωπος, να βλέπει έναν άλλο ά(ν)θρωπο να πάσχει και να μη συμπάσχει έστω λιγάκι; Αυτό με έχει κουφάνει.
Κατ’ επέκταση εδώ δε μιλάμε για συμφέροντα διαπλεκόμενα, και δύσκολες συγκυρίες οικονομικών συνθηκών, και πολυδιάστατες καταστάσεις. Μιλάμε για απλά, πεντακάθαρα, γνωστά τοις πάσοι - μουνόπανα.
Οι συμμαθητές μας που μας βάζανε απουσία την πρώτη ώρα χωρίς να το ζητήσει ο καθηγητής, το παιδάκι στο νήπιο που μας έλεγε πως ο μπαμπάς του είναι αστυνομικός και θα μας βάλει φυλακή επειδή φτιάξαμε πιο ωραίο πυργάκι από αυτό, ο συμφοιτητής μας που πήρε πτυχίο πριν από μας ενώ ποτέ δεν διάβασε και δεν έμαθε τίποτα, και μας κοίταζε με υφάκι όταν μας έβλεπε στο δρόμο. Για να μη θυμηθώ αυτόν που πέταγε το περιτύλιγμα από τις γκοφρέτες κάτω και έλεγε ότι είναι δουλειά του καθαριστή του δήμου να το μαζέψει.
Ε, όλοι αυτοί είχαν μπαμπάδες και παππούδες και μαμάδες και θείους… Και μαζί με αυτό είχαμε και έναν προβληματικό εκλογικό νόμο, και ένα μαύρο παρελθόν. “Συγχαρητήρια! Είναι ένα υγιέστατο αυγουλάκι”. Ας το πούμε “Νεα Τετραετία”. “Ν.Τ.”. Ο παππούς θα είναι πολύ περήφανος.
Και όλα αυτά, όσο εγώ έχω φτάσει σε τέτοια συναισθηματική αστάθεια που παίζει να ερωτευτώ την καφετιέρα που όταν φτιάχνει καφέ κάνει “κχχχρχχχ” που ίσως μου θυμίζει τη μάνα μου στο ασθενές μέρος του ροχαλητού της; (δε γκζέρω κι εγώ - υποθέτω).
Η κατάρρευσή μου έχει γίνει τόσο προφανής, που το Τίντερ με έχει δει φρέσκο κρέας και μου πετάει μετά από τον ατέλειωτο συφερτό γυναικών που γενικά δεν ψήνουν αλλά ούτε και δεν ψήνουν, και μερικά αρσενικά πλην τίμια τραβέλια, κάτι φαγητά μεσογειακής κουζίνας, φάση: γεμιστά, φασολάκια λαδερά, φακές σούπα, ψητές μελιτζάνες με σάλτσα τομάτα και φέτα και εγώ τα στέλνω με τον αντίχειρα, δεξιά-αριστερά, ή διάφορα μέρη που έχω πάει, τύπου: Αγκίστρι (δεξιά), Τρίπολη (αριστερά), Θεσσαλονίκη (δεξιά), Ρέθυμνο (δεξιά) και εξωτερικό: Λονδίνο (αριστερά), Βερολίνο (δεξιά), Μπρατισλάβα (δεξιά), Σεβίλλη (ευθεία). Και το χειρότερο είναι ότι τελειώνουν και αυτά. Ή μου τελειώνουν τα λάικ πρώτα. Δεν ξέρω - γυρίζω πλευρό και ξανακοιμάμαι.
Ψάχνω λοιπόν μια μάσκα για να στείλω 2
να βγω να πάω το σούπερ το μάρκετ, να πάρω δυο καφάσια μπύρες και ένα red label να κάνω μονάχος τα υποβρύχιά μου και τις στροφές και ότι τέλος πάντων τύχει στην ατομικότητα των τεσσάρων τοίχων. Και εκεί που αράζω στην ουρά με την κανονικότητα, έρχεται ένας γκασμάς και δίνει στη ζωντανή νεκρή μπροστά μου ένα ταμπελάκι. Το παίρνει κι αυτή με το δεξί και μπαίνει μέσα στο μπουρδέλο με τα σαλάμια και τα απορρυπαντικά. Και μετά συλλογάμαι, κουτσουρεμένα, κι εγώ, όπως με μάθανε: “αυτό το γαμόχαρτο το έχουν πιάσει από το πρωί όλοι οι ψηφοφόροι που μπήκανε εδανά - μήπως τον κολλήσουνε τον κόβιντ από το χαρτί - που πιάνουν με το δεξί και μετά ότι σκατά βάλουν στο καλάθι τους και ξέρω γω που αλλού;”. Δεν έδωσα όμως τόπο. Δε γαμιέται.
Δε γαμιέται. Θα βγω χωρίς μάσκα. Και χωρίς γάντια. Και χωρίς μήνυμα. Και θα το πιάσω το ταμπελάκι και με τα δύο χέρια. Και θα το γλύψω κιόλας. Και “θα φτύσω στους τάφους τους” .