Ντέηβ και Σάρα
"Με τη Σάρα γνωριστήκαμε στα είκοσί μας, καθαρά συμπτωματικά. Την είχα χτυπήσει με το αυτοκίνητο της μάνας μου, και μέχρι να βγω έξω, λουσμένος από κρύο ιδρώτα, βλέποντας τα επόμενα επτά και βάλε χρόνια μου στη φυλακή, εκείνη είχε πεταχτεί όρθια, είχε μπει στη θέση του συνοδηγού, είχε πηδήξει στου οδηγού κι έβαζε ταχύτητα. Σβέλτα πήδηξα στο καπό, δοκίμασα την πόρτα του συνοδηγού –στην οποία είχε φυσικά κατεβάσει την ασφάλεια–, πιάστηκα από τη σχάρα της οροφής και ετοιμάστηκα για ασυνήθιστα πράγματα. Άφησε τον συμπλέκτη, όπως έβγαζε το πόδι της από το νερό του ντουζ όταν το νερό ήταν απρόσμενα καυτό, και φύγαμε..."
Το Βιβλίο "Ντέηβ και Σάρα: Ιστορίες Εγκλήματος, Έρωτα και Προσωπικών Επαναστάσεων" ξεκίνησε ως μια σειρά από Μπλόγκ ποστ σε αυτήν τη σελίδα τον Απρίλη του '20. Εκδόθηκε από τον Εκδοτικό Οίκο "Οσελότος" το Μάη του '23 και από τότε κυκλοφορεί ανεμπόδιστο. Μπορείτε να βρείτε ένα αντίτυπο εδώ.Τσάπτερ 1
Κομπίνα στο Έλ Έη
«Λάρρυ, είσαι ένας από τους παρίες, από τους παρακατιανούς. Και ο λόγος που προδίδω την εμπιστοσύνη σου είναι επειδή κάποιος πρέπει να σου δείξει πως το θύμα είσαι εσύ. Το θύμα είσαι εσύ, μόνο και μόνο που σε λένε Λάρρυ, Λάρρυ», μονολογούσα ξαναβάζοντας την υποδοχή της συνδεδεμένης πρίζας στην τρύπα του τοίχου, στην τρύπα που περιείχε πλέον την τελευταία μαρίδα, δύο μέρες πριν γίνει η παρουσίαση του σέρι σ’ εκείνη την ελιτίστικη «λέσχη γλυκών ποτών του Ελ Έη», που ο Λάρρυ είχε οργανώσει να διεξαχθεί στο κελάρι του...
Τσάπτερ 4
Μαγνητοφωνάκι στη Τζόρτια
Κοιμόμουν και ξυπνούσα με το ερώτημα «Πώς να κάνεις τον έρωτα να μείνει;». «Γιατί άντε τον βρίσκεις», έλεγα στον Μάικ, τον Πουερτορικανό με την Αγγλίδα μάνα, «αλλά τι τον κάνεις; Τον κοιτάς να σώνεται, όπως το καντράν της βενζίνης; Δεν υπάρχει δηλαδή ένα βενζινάδικο του έρωτα;» Ήταν τότε που είχα μόλις γνωρίσει τη Σάρα.
Τσάπτερ 7
Τσίπς στο Σάο Πάολο
Εγώ, από την άλλη, παρατηρούσα κάτι πολύ συγκεκριμένο. Λόγω της θέσης μας στην αρχή της πασαρέλας, μπορούσα να δω καθαρά τις εκφράσεις των κοριτσιών όταν έβγαιναν από το παρασκήνιο και λίγο πριν ξαναμπούν – άλλοτε για ν’ αλλάξουν και να ξαναβγούν, και άλλοτε γιατί η δουλειά τους είχε τελειώσει. Αυτό που με σόκαρε ήταν πως τα άκαμπτα βλέμματά τους δεν άλλαζαν ακόμα και όταν κανείς δεν ήταν σε θέση να τα δει, όταν γυρνούσαν δηλαδή προς τα καμαρίνια – η έκφραση του κενού είχε κολλήσει πάνω στα κουκλίστικα πρόσωπά τους.