Ντέηβ και Σάρα - χρονικό ενός (καταλάθος) βιβλίου
(Γενικό Σέτινγκ και) Τσάπτερ 1
Ήταν κάτι τύπου Απρίλης του 2020. Βαθειά πρώτη καραντίνα και γενικότερη βουβαμάρα. Η εποχή της συνειδητοποίησης, του dopamine detox (και γενικά της αυτοβελτίωσης), της απόλυτης ησυχίας, των τηλεφωνημάτων από ανθρώπους που έχουν να σε δουν χρόνια, του Tinder με ακτίνα 2 χιλιόμετρα. Της μπατσαρίας στους δρόμους της Αθήνας, των μηνυμάτων για το σούπερ-μάρκετ, της ημερήσιας απογραφής νεκρών, των ρουφιανο-ελικοπτέρων που τα καύσιμά τους θα είχαν φτιάξει 3 νοσοκομεία από τα μπετά, του Τσιόρδα και των 2 κρίσιμων βδομάδων. You get the idea.
Εγώ με εμένα καθόμουν στην πολυθρόνα του παππου Μπαλλή, εκείνη τη μέρα του Απρίλη. Εγώ με εμένα έκανα τα πάντα εκείνη την περίοδο. Με διασκέδαζα με διάφορους τρόπους: μαγείρευα φαγητό, έβλεπα άπειρο PhilosophyTube και ContraPoints σε μαραθώνιους, διάβαζα τα βιβλία μου, έγραφα κάνα κώδικα, κάνα μπλογκ εδώ (τη γιαγιά ας πούμε) και γενικώς ήμουν.
Όπως είναι φυσικό, οι τρόποι της αυτο-ψυχαγωγίας άρχισαν να είναι όλο και λιγότερο ψυχαγωγικοί. Αποκτούσα ανοχή, πράγμα το οποίο συνειδητοποιούσα στην αρχή σταδιακά και τελικά απότομα, σε εκείνη την πολυθρόνα, εκείνο το απόγευμα του Απρίλη.
Χρειάζονταν νέες συνταγές. Η ιδέα της συγγραφής πάντα κάτι μουκανε, όμως δεν είχα θέμα. Δεν είχα ιδέα εκείνη την περίοδο για να γράψω. Και έτσι έβαλα έναν κανόνα: “Θα γράφω ότι να’ ναι. Θα γράφω μια παράγραφο χωρίς να ξέρω τι θα γίνει στην επόμενη. Ούτε καν στο τέλος της ίδιας παραγράφου. Ό,τι θέλει ας γίνει. Θα το μαθαίνω και εγώ εκείνη την ώρα.”
Οπότε ήταν Ο Ντέηβ. Και ήταν με μια τύπισσα μαζί. Τη Σάρα. Και θα είναι στην Αμερική. Γιατί Ντέηβ; γιατί Σάρα; γιατί Αμερική; Ίσως γιατί το τελευταίο βιβλίο που είχα διαβάσει ήταν το Χόλυγουντ του Μπουκόφσκι . Και το προηγούμενο αυτό το “ Μην πας ποτέ στην Καζαμπλάνκα ” του Χιου Λόρι , που ο τίτλος είναι μεταφρασμένος μάλλον κάπως βιαστικά. Και ‘ντάξει, ήξερα ήδη απέξω τον Τόμ Ρόμπινς , γιατί ο θείος μου είχε πάρει το Άρωμα του Ονείρου στα 16 - λογικά κρυφά από τη γυναίκα του.
Αμερικάνικο γκαλά σε σπίτι Μπρούς Γουέην (ο Μπάτμαν όταν δεν είναι Μπάτμαν) τύπου. Πολιτικοί, έμποροι όπλων, ολιγάρχες, καρτελίστες και λομπίστες του αμερικανικού στερεώματος. Κάτι ήθελα να τους κάνω, αλλά τι; Ήθελα κάτι πρωτότυπο, οπότε να έριχνα ένα αεροπλάνο πάνω τους δεν ήταν ακριβώς αυτό που έψαχνα.
Δεν ξέρω πως, δεν κατάλαβα πότε, αλλά ο σκοπός είχε επιτευχθεί. Κάπου 2000 λέξεις μετά είχα περάσει άψογα. Και τους γούσταρα αυτούς τους δύο. Τον Ντέηβ και τη Σάρα. Πολύ τους γούσταρα. Ήταν μυστήρια τραίνα.
Τσάπτερ 2
Αντίστοιχο σκηνικό. Καραντίνα, Τράμπ, Μητσοτάκης. Κανείς δεν τους έβλεπε σαν ανθρώπους. Ήταν κάτι άλλο. Μακιαβελικές φιγούρες που κόβανε και μοιράζανε. Η λύση δεν ήταν να τους κρεμάσουμε ανάποδα (αν και δεν είμαι αρνητικός). Η λύση θα ήταν να τους κρίνουμε για αυτό που είναι. Να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να τους κρίνει, ίσως και να προβάλουμε επάνω μας τις συμπεριφορές τους, να δούμε, εμείς θα φερόμασταν έτσι; Να σταματούσαμε μόνο ένα βήμα πριν το “Κάντε με εμένα πρωθυπουργό, και θα δείτε”.
Ο Ντέηβ σκάμπαζε από πολιτική. Όχι από ιδεολογίες αναγκαστικά, αλλά πιο πρωτόγονα: από την ανάγκη που κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να ζουν μαζί. Από κοινωνικά συμβόλαια. Από εξουσία. Η Σάρα απλά ψήθηκε να του κάνει παρέα. Γιατί τον γούσταρε. Και τον πίστευε.
Τσάπτερ 3
Κάποτε είχα πάει σε ένα έκο πρότζεκτ, στο Σούνιο . Είχα καθήσει λίγο αλλά ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Έμαθα πολλά πράγματα για το πως λειτουργούν αυτές οι κοινότητες. Οι χαρακτήρες είναι σχεδόν όλοι από εκεί. Τάιζα και τα άλογα εκεί κάποια στιγμή, κάτι σκυριανά αλογάκια που ένας Τούρκος, που γυρνούσε από την Ισπανία οδικώς στην Τουρκία, μου έμαθε να φροντίζω.
Πάντα με τρόμαζε η ιδέα της προδοσίας. Του δόλου του να παίζει κανείς ασφαλίτικο θέατρο και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Όταν αυτός ο φόβος μπήκε στο μίξερ με την (ακόμα) καραντίνα, την απαγόρευση της μάζωξης άνω των 9 ατόμων σε σπίτια (απίστευτο ότι το ζήσαμε αυτό), με το ότι εμείς ήμασταν σταθερά τόσοι στο σπίτι στο Χολαργό, μαζί με τους τόσους άγνωστους που έρχονταν σε αυτό το αυτοσχέδιο “Κοινόβιο”, όταν συνέπεσαν, λοιπόν, όλα αυτά, βγήκε αυτό το κείμενο. Εξωτερικεύτηκε ο φόβος μου με το όνομα Αντρέι. Έφαγε ξύλο ο Αντρέι, αλλά οι κακοί κέρδισαν. Δεν κερδίζουν πάντα. Αλλά εκείνη τη φορά κέρδισαν. Είναι πιο πειστικό. Στο Γεράνι έχασαν. Ήταν πολύ ωραίο αυτό. Δεν ήταν όμως πειστικό.
Τσάπτερ 4
Καλοκαιράκι και έρωτας σφοδρός στο Ρέθυμνο. Πραγματικά δεν είχα ιδέα πως να κάνω τον έρωτα να μείνει. Ίσως ότι το προσπάθησα να τον έδιωχνε παραπάνω. Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα.
Η Σάρα ήταν πάντα η προβολή των πραγμάτων που ποθούσα. Ωραίος ο έρωτας, αλλά το παιχνίδι πιο ωραίο. Και αν βρεθούν και τα δύο μαζί τότε άψογα. Μάλλον γιατί η σιγουριά του παιχνιδιού (αυτό το “παίζουμε, δε θα σε πονέσω στ’ αλήθεια”) πηγαίνει και εξουδετερώνει την αγωνία του έρωτα. Όπως η βανίλια εξουδετερώνει την αυγουλίλα, ας πούμε, και γίνεται γλυκό γαμάτο που το βουτάς στον καφέ και γουστάρεις. Τι λέγαμε;
Α, ναι. Το κείμενο το τελείωσα στο Τζεπέτο , στο λάπτοπ της δουλειάς μου τότε, και όταν έγραψα την τελευταία λέξη (που - πιστός στον αρχικό κανόνα - είχα σκεφτεί κάποια λεπτά πριν) ένιωσα τέτοια ικανοποίηση που ανατρίχιασα ολόκληρος και πήρε ώρα για να περάσει. Για λίγο έβλεπα και χρώματα. Σα μουντού χωρίς μουντού, ένα πρά(γ)μα.
Τσάπτερ 5
Ούτε θυμάμαι τι γινόταν στη ζωή μου. Αυτό που ξέρω πολύ καλά είναι πως η εικόνα με το χνουδωτό χαλί και τα λαμπιόνια είναι από τις πιο έντονες που έχω μέσα μου. Βιώνω ανά πάσα στιγμή νοσταλγία για αυτό το σκηνικό ενώ είμαι σίγουρος πως δεν το έζησα ποτέ. Ασφάλεια, ζεστασιά, αποδοχή και γελαστό σιγαρέτο με μια χίπισσα, ακομπλεξάριστη και παλιακή.
Τώρα από συμβολισμούς γίνεται χαμός. Η σχέση με τη συνομήλικη της μάνας του, οι απωθημένες ανάγκες που έφεραν τον Ντέηβ σε αυτήν την επιλογή, η Σάρα που πάει να του κάψει τη γρια-γκόμενα μαζί με όλο το ντίστρικτ, γιατί έτσι κάνει αυτή, δεν έχει ενδιάμεσα. Αυτός που λογικεύεται, βλέπει τις επιλογές που έκανε και σταματάει τη φωτιά.
Και τελικά όλα αυτά γιατί; Για να γίνει κάτι, να κουνηθεί λίγο, να ξελασπώσει, να “έχει έμπνευση”.
Τσάπτερ 6
Δεν έχω δει στη ζωή μου ευτυχισμένο γάμο. Και αν πλέον μπορεί να υπάρχουν μερικοί στον κύκλο μου, όλο το ιστορικό με κάνει γάματα δύσπιστο. Ο Γιοσαφάτ λέει πως το 5%-10% των γάμων πραγματικά λειτουργούν . Συμφωνεί με το δείγμα μου αυτή η στατιστική. Πάρα πολύ κιόλας.
Νομίζω κάποια στιγμή, αυτή η απλή στατιστική παρατήρηση, μαζί με τον βαθειά προβληματικό γάμο των δικών μου γονιών άρχισε να ντύνεται στην αρχή με λογική: “Οποιοδήποτε τυχερό παιχνίδι έχει ποσοστό επιτυχίας 1 στα 10 (το πολύ) και αποτυχία σημαίνει μια μάλλον δυστυχισμένη ζωή, είναι ένα κακό παιχνίδι και δε θέλω να το ρισκάρω/παίξω”. Μετά μπήκαν και ιδεολογικές προεκτάσεις: “Ο γάμος σαν κατασκεύασμα φαίνεται να είναι μεγάλη πηγή καταπίεσης, και ίσως όχι η καλύτερη ιδέα για το τι να κάνει κανείς πλησιάζοντας τα 30”.
(Ευτυχώς δεν έφτασα ποτέ σε πράγματα τύπου: “ο άνθρωπος είναι πολυγαμικό ον” και τέτοια. Άλλωστε αν ήξερα τι είν’ ο ά(ν)θρωπος δε θα έγραφα ποστ σε ένα μπλογκ με όνομα κάκιστου λογοπαίγνιου. Θα έγραφα σίκουελ για τις Ουπανισάδες να τελειώνουμε)
Τώρα ποιός τους πείθει τους περισσότερους να παντρεύονται, μάλλον ο κοινωνικός μιμητισμός. Αλλά ποιός τον ανατροφοδοτεί (ρε πούστη μου); Κάτι τύποι με συμφέρον να το κάνουν. Κάτι τύποι σαν τον Ντρίφτ Πίλμερ. Συγγνώμη, Ντρέηκ Γκόλνταμν. Φάτε τους.
Τσάπτερ 7
Τήνος και καλοκαιράκι, μετά (ή πριν;) το γάμο του φίλου και τότε συνεργάτη Γιώργου. Μόνος με το βαν της καρδιάς μου (άρα όχι μόνος;), παρκαρισμένος στον Άγιο Ρωμανό . Δουλειά ριμοτ κάθε μέρα από ένα μπιτσομπαρο-καφετεριακι, διάλειμμα για βουτιά και περατζάδα στη μικρή παραλιούλα και μετά ξανά δουλειά. Πολύ παραγωγική κιόλας. Διάβασμα τη “ Μουσική για Χαμαιλέοντες ” και μετά τίποτα. Καθόμουν και έγραφα μέχρι το βράδυ στο ίδιο τραπέζι. Είχα μάθει και τα παιδιά εκεί, μου φέρναν καφέδες, τους έκλεινα το μαγαζί φεύγοντας. Ζωή ζάχαρη.
Είχα τότε κάψει με τις διατροφικές διαταραχές. Τα ψυχικά προβλήματα πάντα με ιντρίγκαραν γενικώς, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Μελέτησα πολύ για το πως συμπεριφερόμαστε, τι λέμε, τι δε λέμε, και τέτοια. Και δεν το γούσταρα καθόλου που το παθαίνουν αυτό οι άνθρωποι. Κυρίως γιατί μου ήταν πολυ σαφής η πηγή του προβλήματος.
Δεν είναι η μόδα. Στη μόδα φαίνεται πολύ καθαρά, αλλά δεν είναι η μόδα. Είναι ένα μικρόβιο που κάνει τον άνθρωπο να μην αποδέχεται τον εαυτό του. Και αυτό άλλοι το φέρουν και άλλοι το μεταφέρουν. Το πρώτο φαβορί για να κολλήσει κανείς αυτήν την ασθένεια είναι η οικογένεια, αλλά ο κόσμος της μόδας, του φαίνεσθαι και των εντυπώσεων το οικειοποιείται τέλεια για να αυξάνει τα αποτελέσματά του.
Τσάπτερ 8
Μετά από μια αποτυχημένη μετακόμιση στην Ισπανία, το σχέδιο Β μου ήταν η Γιόγκα. Καιρό με είχε κερδίσει, αλλά τελικά ψήθηκα να τη μελετήσω σοβαρά. Ήταν που μου άρεσε πολύ, ήταν που έπρεπε να κάνω κάτι για να μη μου στρίψει όσο έψαχνα σπίτι από το πατρικό μου, δεν κατάλαβα, πάντως μελέτησα. Κείμενα, σημειώσεις, συζητήσεις με τη δασκάλα Εύη, βίντεο με αναλύσεις, βουδιστές, ινδουιστές, σούφιδες (πιο μετά), όλους τους πήρε η μπάλα. Έβγαλα τα συμπεράσματά μου, συμπλήρωσα πολλά πάζλ με υπαρξιακά κομματάκια και εκεί μου ‘ρθε.
Ο Βούδας και ο Χριστός και όλα τα παλικάρια που τη μπζάξανε και γίνανε τελικά θρησκείες (χωρίς να το ξέρουν ή να το θέλουν κιόλας), είχαν ένα χαρακτηριστικό: είχαν κόσμο να τα πουν. Να επικοινωνήσουν, να πείσουν, να ‘ξηγηθούν τέλος πάντων. Αν ο Βούδας βρισκόταν σήμερα στο Νάπερβιλ του Ιλινόι, δε θα είχε σε κανέναν να πει τις παρατηρήσεις του για τον “μη-εαυτό”, γιατί πολύ απλά - δε θα ένοιαζαν κανέναν.
Κάποιοι άνθρωποι αντέχουν το μοναχισμό. Την πειθαρχία, την εγκράτεια και την ολιγάρκεια. Όμως το Ναπερβιλ έχει καλωδιακή τηλεόραση, και βρώμικο φαγητό, πράγματα που είμαστε προγραμματισμένοι να μας ελκύουν και να μας καταστρέφουν στην υπερβολή τους - με άλλα λόγια: εθιστικά. Η συνεχής μάχη ανάμεσα στην πειθαρχεία και τον εθισμό, όταν όλα τα τρίγκερζ είναι εκεί, μπορεί να γίνει μαρτύριο. Και δεν έχει σημασία τι έκανε ο Τζέηκ, με όλα τα φιλοσοφικά του μπαγκάζια. Σημασία έχει τι κρατάει τον Ντέηβ (με τα ίδια μπαγκάζια) από το να κάνει το ίδιο. Και η απάντηση σε αυτό δε μου βγάζεις απ’το μυαλό πως περιέχει τη λέξη “Σάρα”.
Έκδοση
Άντε τώρα να βρεις εκδοτικό να σου εκδόσει αυτό το πράμα. Γάμησέ τα. Μέχρι σήμερα μου έρχονται αρνητικές απαντήσεις από τα μέηλ που έστειλα τον τελευταίο χρόνο.
Είχα ψηθεί απλά να το τυπώσω και να το πουλάω σε πάγκους, στα χύμα, ούτε εκδοτικούς ούτε τίποτα. Είχα κάνει και τη σελιδοποίηση. Σε LateX (γάμησέ τα ξανά).
Τελικά παίχτηκε το ιδανικό κράμα αυτο-έκδοσης από εκδοτικό , και με έκανε μάγκα. Το πλέρωσα, αλλά τό’βγαλα με δικά μου δικαιώματα. Έφτιαξα και σελίδα ξεχωριστή για πάρτη του , με αποσπάσματα, και τα μέρη που θα το βρείτε! Έστειλα κι ένα φάκελο στον εαυτό μου από τα ΕλΤα εκεί στην Ιπποκράτους ( που οι κριτικές του στο Google είναι πιο διχασμένες και από τις απόψεις για το Σύριζα) και τελείωσε το παραμύθι.
Το πρόβλημά μου ήταν άλλο πια. Ήταν το εξώφυλλο…
Εικονογράφηση
Μακάρι να ήξερα να σχεδιάζω. Δεν ξέρω όμως. Δεν έχω ιδέα. Και το “φτιάχνω ένα βιβλίο, ψήσου να μου κάνεις την εικονογράφηση - θα σε πληρώσω” δε λειτούργησε. Αν είχα 1 Ευρώ για κάθε φορά που είπα την παραπάνω φράση τώρα θα είχα κάποια λεφτά. Αν προσθέσουμε και άλλο 1 Ευρώ για κάθε φορά που κάποιος μου είπε κάτι τύπου “Ψήνομαι” ή “Ιδεάρα”, θα είχα κοντά στα διπλάσια. Δε θα είχα όμως εικονογράφηση. Γιατί, όπως είπα, δε λειτούργησε.
Οπότε ένα βράδυ, έκατσα σπίτι και άνοιξα το κομπιούτερ. Πλέρωσα ένα AI και άρχισα να του εξηγώ στα αγγλικά τι ακριβώς θέλω να μου ζωγραφίσει. Σε παραγράφους, όχι μισόλογα. Τα αποτελέσματα ήταν από θεαματικά μέχρι καθόλου θεαματικά. Δε μπζήνονται καθόλου να ζωγραφίζουν παλάμες αυτοί οι δαιμόνοι . Όμως το εξώφυλλο βγήκε καλό. Του τα ‘ξήγησ’ ωραία.
Ακόμα φέρω βαρέως που το ρομπότ έφαγε τη δουλειά ενός ανθρώπου. Αλλά. Ήταν μια δουλειά που κανείς δεν ήθελε να κάνει. Και. Πέρασα πολύ ωραία να εξηγώ σε ένα ρομπότ εικόνες, αυτό να τα κάνει σκατά και μετά να του τα λέω αλλιώς μπας και τα σακουλευτεί. Νομίζω ότι καλά πήγε πάντως.
Τα Κείμενα
Είπα να τα βγάλω από το μπλογκ. Το ξέρω, μοιάζει σα να θέλω να βάλω τον κόσμο να πάρει το βιβλίο για να γίνω, επιτέλους, πλούσιος. Να γίνω κάτι σαν τον Λιακόπουλο των polyamorous. Δεν είναι όμως αυτό. Είναι άλλο.
Τα τελευταία 2-3 χρόνια, αυτό το μπλογκ έχει αφιερωθεί σε αυτά τα δύο τυπάκια πάρα πολύ (με μόνο ένα Διάλειμμα για Ι5 ). Και έτσι δεν έχω χώρο να γράψω το μακρύ μου και το κοντό μου όπως παλιά. Πράγμα που με έψηνε. Σκέφτηκα λοιπόν να το αποδεσμεύσω από αυτήν τη λειτουργία (απ’το να είναι το μέρος που καθαρογράφω τον Ντέηβ και τη Σάρα) και να το ξανακάνω αυτό το ό,τιστομπούτσοναναι μπλογκ που μου άρεσε. Μπρος Πίσω λοιπόν, σαν έναν άλλον Ουδεπόποτα. Μέχρι να γράψω και κάνα άλλο βιβλίο καταλάθος δηλαδή.