Ένα γερμανικό λάθος
Είχαμε όλοι παγώσει… Είχε γίνει μεγάλη ζημιά. Επρόκειτο βασικά για λάθος. Η κοπελιά είχε λαθέψει. Πως να το κάνουμε, είχε μπερδέψει τα κορδόνια των παππουτσιών της με το κάτω μέρος του μαγιώ.
Ε, και τι να γίνει δηλαδή, όλη η πισίνα είχε μουγκαθεί. Στο Άμπου Ντάμπι είμαστε, όχι στο Μαϊάμι. Επικρατούσε μια γενικευμένη βουβαμάρα. Μια νέκρα. Πρώτη φορά παρατήρησα πως κάθε cocktail κάνει ελαφρώς διαφορετικό ήχο όταν το χτυπάς.
Έτσι λοιπόν και εγώ, που δε μπορώ να καθήσω να χαζέψω έναν κώλο σαν ά(ν)θρωπος, για όσο τέλος πάντων με αξιώνει ο Αλλάχ (ή όποιος ελέγχει τη φάση στο Yas Island), άρχισα τα φιλοσοφικά μου. Τα “πώς” και “τί”. Ενόσω εγώ σκεφτόμουν και ζύγιζα επιχειρήματα και πανα(ν)θρώπινες τάσεις μπλεγμένες με εξελικτικές φανφάρες, τραβώντας τα μάτια μου κάθε φορά που η γερμανίδα τύπισσα νόμιζα ότι θα γυρίσει και θα αντικρύσει τα (ώ του θαύματος) σάλια μου, όσοι φορούσαν μαγιώ τριγωνάκι είχαν ακινητοποιηθεί βάση του νόμου “έγκαβλης αδράνειας”, που είναι και το μόνο πράγμα που θυμάμαι από την Α’ Λυκείου, και αυτό γιατί το έμαθα έξω από το σχολείο (όπου έχει κόμμα παίρνεις ανάσα, δεν τα βάζω για πλάκα). Απ’τη μία καλά να πάθουν, άκου μαγιώ τριγωνάκι το 2017. Απ΄την άλλη, το άλλο μου μαγιώ ήταν για πλύσιμο.
Έτσι λοιπόν, κάνω μια έτσι και με πιάνω να κάθομαι στη δίπλα ξαπλώστρα. Ταυτόχρονα. Αφού τις πλέρωσα - ό,τι θέλω θα κάνω. Θα κάθομαι και στις δύο. Και θα συζητάω κιόλα:
-Τί κοιτάς ρε μαν;
-Μα δε βλέπεις; με κοροϊδεύεις;
-Μα επειδή βλέπω ρωτάω. Και τι θα γίνει δηλαδή; Θα πάρεις κάποιο έπαθλο αν καταφέρεις να την πάρεις gros plan με την κάμερα του μυαλού σου; Θα ξεκλειδώσεις καμιά πίστα;
-Ξέρω και ‘γώ. Η αλήθεια είναι τόση ώρα που παίζω αυτό το παιχνίδι -που είναι μια παραλλαγή του “Στρατιωτάκια Ακούνητα”- δεν έχω καταλάβει γιατί παίζω. Δε φαίνεται να κερδίζω αν περάσω κάποιο όριο στη διάρκεια που κρατάω eye contact, δε φαίνεται και να χάνω, που γράφω αυτό το κείμενο όσο αυτή διορθώνει το παντοφλίνι της, σκυμμένη, μπροστά μου. Ματαιώτης Γιάννη…
-Γάμησέ τα δικέ μου. Τίποτα δεν έχει σημασία…
-Έτσι, έτσι… Δε μου λες, την γκανά σιγά-σιγά;
-Και δε τη γκανά…
Πήρα μαζί μου τις πετσέτες: αυτή που ήμουν ξαπλωμένος κι αυτή που ήμουν ξαπλωμένος και τη γκλάσαμε παρέα με μένα.
Περνώντας δίπλα από τη γερμανίδα, με ακούμπησε ο κώλος της στο έξω του χεριού μου. Δε θα συνέβαινε, αν δεν έκανε απότομα πίσω όπως πήγε να βουτήξει - μάτημπαναγία δεν τό ‘θελα - τέλος πάντω’ δεν το επεδίωξα.
Ανέβηκα στο δωμάτιο και τελείωσα την τεκίλα, μόνος με ό,τι έμεινε απ’τον Chunk Berry στο YouTube. Τίποτα δεν είχε σημασία.