Στην καφετέρια
Μία μέρα του μέλλοντος ίσως καθόμαστε σε δύο καρέκλες μίας συνοικιακής, υπαίθριας, φτηνής καφετέριας. Θα είναι μια ηλιόλουστη μέρα, και το τραπέζι μας θα είναι κάτω από μια ομπρέλα. Δε θα καθόμαστε απέναντι, αλλά δίπλα-δίπλα, δε θα έχουμε μετακινήσει καν τις καρέκλες από τον τρόπο που ήταν στημένες. Θα τις έχουμε τραβήξει απλώς και θα έχουμε καθήσει εκεί. Δίπλα-δίπλα.
Η μπύρα που θα έχω παραγγείλει θα ζεσταίνεται μέσα στην ανήλεη ζέστη του μεσημεριού. Τα πατατάκια θα είναι μπάρμπεκιου, θα έχουν μια έντονη, ξινή γεύση και θα αφήνουν το χέρι λερό. Θα τα μασουλάω ανόρεχτα. Εσύ δε θα παίρνεις, αλλά μάλλον θα θες. Θα προσέχεις ίσως μην παχύνεις, ίσως να είσαι και σε δίαιτα, δε θα είμαι σίγουρος πια. Θα τη σταματάς και θα την ξεκινάς συνέχεια.
Δε θα μιλάμε και πολύ. Ούτε θα κοιτιόμαστε. Βαριοί, θα ατενίζουμε αόριστα το ηλιόλουστο πάρκο του μεσημεριού. Το έντονο πράσινο των δέντρων, μερικά σκυλάκια που θα παίζουν στα δύο τους πόδια. Μερικές φορές μπορεί να ανοίγουμε το στόμα μας για να μοιραστούμε το αδιάφορο νέο κάποιου συγγενή, ή κάποια δυσάρεστη είδηση κάποιας ξένης χώρας. Και μετά θα σιωπούμε πάλι.
Ίσως νιώθω μία μέτρια έκπληξη που εμείς, που θα έχουμε τόσα πολλά μοιραστεί, τόσο βαθειά συναισθήματα βιώσει - που μόνο τραγούδια και ποιήματα προσπαθούν να περιγράψουν, και αυτά συχνά αποτυχαίνουν - καταλήξαμε εκείνο το μεσημέρι σε εκείνη την καφετέρια. Όμως, όλα αυτά θα είναι, έτσι κι αλλιώς, τόσο μακριά, που δε θα είμαι καν σίγουρος αν ήμαστε εμείς που θα τα έχουμε βιώσει.
Το μόνο που θα μας ενώνει πια θα είναι κάποια αόριστη αίσθηση χαμένου χρόνου. Ότι ίσως να ήταν καλύτερα να μην ήμαστε εκεί. Σε εκείνη την υπαίθρια καφετέρια, σε εκείνο το τραπέζι, σε εκείνες τις καρέκλες, σε εκείνα τα σώματα ακόμα-ακόμα.