Παιδική Καλοποίηση
Ακόμα μου είναι αδιανόητο, πως μπορεί να περπατώ δίπλα-δίπλα με ανθρώπους που πέρασαν μια ανέμελη παιδική ηλικία. Πως είχαν γονείς που τους έκαναν τα χατίρια, που ένιωθαν μια κάποια ασφάλεια μαζί τους, και πως ο κόσμος, ήταν μεν κάπως κακός κάποιες φορές, αλλά δε μπορούσε πραγματικά να τους πειράξει. Η ανευθυνότητα αυτών των γονέων, να μην προετοιμάσουν τα παιδιά τους για την αληθινή ζωή, μου φαίνεται άνω ποταμών.
Σε κάτι μέρη, όπως στις στάσεις λεωφορείων ή στις θέσεις παραθύρου των αεροπλάνων, δε μπορώ να το αποφύγω, και συγκρίνομαι. Λογικά αυτοί οι άνθρωποι δε θα μάθουν ποτέ πώς είναι να τους “αγαπούν” υπο προϋποθέσεις, όπως, ας πούμε, τους σχολικούς τους βαθμούς, το πόσο καθαρό άφηναν το δωμάτιο τους ή το πόσο αργά γύριζαν σπίτι αφού περνούσαν ωραία με κάποια παρέα. Θα τους είναι ακόμη λογικά ακατανόητο να αγχώνονται, όταν ακούν κλειδιά στην εξώπορτα. Αυτό μου φαίνεται μια μέγιστη παράλειψη, καθώς σ’ αυτή τη ζωή δε μας αγαπάει κανείς γι’ αυτό που είμαστε, μόνο γι’ αυτά που (δεν) κάνουμε, και έτσι οι γονείς δημιουργούν ψεύτικες προσδοκίες στα παιδιά τους. Όσο για τα κλειδιά στην πόρτα, είναι πολύ πιθανό να τους βρει αυτό το συναίσθημα απροετοίμαστους, όταν πια παντρευτούν, και τότε θα έχουν κακά ξεμπερδέματα…
Δε μπορώ παρά να σκεφτώ πως αυτοί οι άνθρωποι είναι απαίδευτοι και στην πραγματικότητα δε θα γίνουν πραγματικοί ενήλικες ποτέ. Καθώς, για να στρώσει κανείς χαρακτήρα, χρειάζεται τις σφαλιάρες του - για να γίνει - αυτό που λέμε - άνθρωπος. Μπορώ να πω, πως βαθειά μέσα μου τους λυπάμαι και λίγο.
Όταν βρίσκομαι σε εστιατόρια, ή τίποτα μαζώξεις με μπουφέ (γάμους, κτλ), με πιάνει πάλι αυτό και συλλογιέμαι, πως υπάρχει κόσμος γύρω μου που δεν ξέρει πως είναι να τον χαστουκίζουν για να μάθει κάτι σημαντικό, όπως για το ότι δεν πρέπει να κάνει χάλια το φρεσκοπλυμμένο του, παιδικό πουκάμισο. Και δεν είναι όντως αστεία πράγματα αυτά, γιατί ακόμα δε μπορώ να καταλάβω πως ακριβώς έμαθαν αυτοί οι άνθρωποι να μη λερώνονται. Το ότι μερικές φορές λερώνονται μπροστά μου δε, επαληθεύει την ατυχία τους να μην έχουν γονείς, τόσο υπέυθυνους και τόσο λάτρεις της καθαριότητας όσο εγώ και μερικοί παιδικοί μου φίλοι. Όταν συμβαίνει, λοιπόν, κάτι τέτοιο, κρατάω επίπεδο και αρκούμε στο να μονολογήσω σιγανά: “τς τς τς”. Ίσως, ακόμα, να κοιτάξω με νόημα γύρω μου, ώστε να δω ποιός άλλος το παρατήρησε, αλλά, στο κάτω-κάτω, δε μου πέφτει και λόγος.
Εξαγριώνομαι, επίσης, όταν παρατηρώ σε λεωφορία, ή αεροπλάνα και σπανίως θέατρα ή και απλώς στο δρόμο, μωρά, ή και παιδιά γενικότερα, να κλαίνε και τους γονείς τους να τα κοιτούν συμπονετικά ή ακόμα-ακόμα να προσπαθούν να τα παρηγορήσουν. Απορώ, δε βλέπουν πως οι γύρω τους μπορεί να τα κοροϊδεύουν; Πως τα παιδιά μπορεί έτσι να κάνουν τους γονείς ους ρεζίλι; Δεν καταλαβαίνω γιατί φέρονται τόσο εγωιστικά. τέλος πάντω’, και δε σέβονται τον κόσμο, που θέλει την ησυχία του. Που θα προτιμούσε να μην ακούει ουρλιαχτά και κλάματα. Που πάει, στο κάτω-κάτω της γραφής, στη δουλειά του, και όλη αυτή η ένταση περισσεύει στη ζωή του. Έτσι κι αλλιώς, οι λόγοι που τα παιδιά κλαίνε δεν είναι και τίποτα ιδιαίτερα σημαντικοί. Είμαι, τέλος, της άποψης (και ξέρω πως κάποιοι δε θα συμφωνήσετε, αλλά θα καταλάβετε όταν κάνετε παιδιά κι εσείς) πως ένας σωστός γονιός πρέπει να δίνει ένα σημαντικό λόγο στο παιδί του να κλαίει που και που, για να μπορέσει να καταλάβει πως τα προβλήματά του δεν είναι και τόσο μεγάλα τελικά.
Εγώ, για παράδειγμα, που είχα γονείς που με έμαθαν να τους σέβομαι, και που μερικές φορές μου έριχναν και καμιά, δεν έπαθα και τίποτα. Ίσα-ίσα που έγινα άνθρωπος και έμαθα την υπομονή και την υπακοή, και για αυτό πίνω νερό στο όνομά τους. Κι αν μερικές φορές όταν ήμουν μικρότερος τους είχα θυμώσει λίγο, τώρα τους συγχωρώ, γιατί, όπως η μάνα μου, σοφά μου είχε πει μια φορά: “τα παιδιά όταν είναι μικρά θυμώνουν στους γονείς τους, μετά τους καταλαβαίνουν, και τέλος τους συγχωρούν”.