Κίρμπυ
-“Γειά σας, είστε ο κύριος Γιάννης;”
-“Ο Γιάννη είμαι. Και δεν είμαι κύριος.” Γελάκι. Ωραία λέω, θα κάνουμε χαβαλέ.
-“Ποιό είναι το θυροτηλέφωνο; είμαι απ’ έξω…”
-“Το μικρό που είναι μόνο του. Σου ανοίγω.”
Τον περίμενα παλικαράκο, χαλαρό 25άρη, ντυμένο με φόρμα κι έτσι. Ήρθε όμως ένας και καλά χαλαρός 35άρης, ντυμένος με παλτό και σκαρπίνι, που έφερνε μαζί ένα σάκο και μια κούτα. Μετά έγιναν με τη σειρά τα εξής: άφησε κάτω το σάκο και την κούτα, πήρε από την τσέπη του δύο καποτάκια για παππούτσια, τα φόρεσε παραπατώντας και μου έδωσε το χέρι του: “Γιώργος”.
Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, απ’ όσο κατάλαβα από αυτήν την επίσκεψη. Αυτοί που δεν τους έχουν κάνει ποτέ επίδειξη ηλεκτρικής σκούπας κατ’ οίκον, και αυτοί που τους έχουν. Κι εγώ ζούσα τη μύηση, εκείνη τη στιγμή, χορηγία ενός καρδιακού φίλου, τόσο λάτρη των εμπεριών και συλλέκτη των στιγμών, όσο κι εγώ, ο οποίος - είμαι σίγουρος - θα συμπλήρωσε το όνομά μου στη φόρμα προτεινόμενων για επίδειξη με ένα πνιχτό γελάκι.
“Υπάρχει κάπου να κάτσω;” με ρώτησε ο Γιώργος, βλέποντας το χίπικο σπιτάκι μου, την ξεχού φωλίτσα μες τα βάθυ του Χολαργού που μυρίζει σιφόνι και σανταλόξυλο. Του έδειξα τον καναπέ, με τους λεκέδες από σως και υγρή αγάπη. Κάθησε έξω-έξω, έβγαλε τα φύλλα του και ξεκίνησε τη σύντομη συνέντευξη. “Κάθε πότε καθαρίζω;”, “είμαι ευχαριστημένος απ’ τη σκούπα μου;” και τέτοια. Εγώ του μίλησα για τη ρομποτική μου σκούπα, τη Ρουσλάνα (με όνομα ανατολικού μπλοκ, μια πινελιά χιούμορ άλλης εποχής, το οποίο ο Γιώργος δεν εκτίμησε), η οποία δε ρουφάει τόσο καλά γιατί έχει γεράσει - φέτος θα πάει σχολείο - αλλά δεν την αλλάζω. Δεν τη συμπάθησε ο Γιώργος τη Ρουσλάνα. Άρχισε τις ερωτήσεις, τύπου “αν σου αποδείκνυα ότι η σκούπα σου δε σκουπίζει καλά, θα την άλλαζες;”, που η απάντηση ήταν ένα αποθαρρυντικό (γι αυτόν, όχι για τη Ρουσλάνα) “όχι”.
Εγώ όμως είμαι άνθρωπος με υπομονή. Είμαι βασικά αυτός που λύνει τον κόμπο της σακούλας με τα σουβλάκια, δεν τον κόβει. Ίσα-ίσα, αυτή η υπομονή μου χτίζει την πείνα, που πολλαπλασιάζει την ευχαρίστηση, έτσι κι αλλιώς τα σουβλάκια είναι ‘κει μέσα, δε θα τα πάρει κανένας. Οπότε με το Γιώργο είχα πολύ υπομονή. Περίμενα να μου κάνει όλες τις ερωτήσεις για να τον ρωτήσω αφοπλιστικά - “και πόσο κάνει;”. Εκεί κόμπλαρε. Κι εκεί κατάλαβα, ότι όταν ξανανοίξει το στόμα του θα πρέπει να κρατηθώ από κάπου γιατί θα μου ρίξει χαντούκεν . “Την θέλεις;” με αντερώτησε. “Εξαρτάται του λέω. Πόσο κάνει…“τον έφερα στο σημείο που αν δεν απαντούσε πια με αριθμό θα ήταν περίεργο. “Φουλ-κομπλέ-όλα τέσσερα διακόσια, το βασικό πακέτο τρία εφτακόσια.”, μου είπε και ανακάθησε. “Μάλιστα”, είπα αδιάφορα και συνέχισα την κουβέντα. “Λοιπόν πως σου φαίνεται; θα την έπαιρνες;”, “ε, κάτσε να τη δοκιμάσω πρώτα…”, έχω υπάρξει πωλητής τουλάχιστον σε 3 προηγούμενες ζωές μου, δε θά ‘ρθει ο Γιώργος να με παίξει στην έδρα μου.
Όπως κατάλαβα, η Κίρμπυ δεν ήταν μια απλή σκούπα. Ήταν σκούπα, σφουγγαρίστρα (νομίζω), καθάριζε χαλιά, στρώματα απ’ τα ακάρεα, ξεσκόνιζε με ένα τσουμπλέκι με τρίχες καμήλας, έβαφε με αερόχρωμα, είχε τριβείο και έκανε και μασάζ. Τον παρακάλεσα να μη μου δείξει το μασάζ και το σεβάστηκε, γιατί το “όχι” σημαίνει “όχι”, εκτός κι αν στο λένε με οδοντόβουρτσα στο στόμα, που δεν ξέρεις τι σημαίνει και σταματάς στην πρώτη αγκωνιά.
Ο τύπος γονάτισε κι άρχισε να τη στήνει. Κάθε κομμάτι έχει σειριακό αριθμό και το ρούφηγμά της είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο Γκίνες. “Τό ‘χω πάθει και με γκόμενα”, ψέλλισα, κι αυτό για δύο λόγους. Γιατί υπήρχε μια εποχή που αυτή η φράση ήταν το αγαπημένο αστείο της παρέας μου και είναι πια γραμμένο με πυρωμένο σίδερο στο μυαλό μου και για να δω αν θα γελάσει με την έτζυ μαλακία μου, σα σωστός πωλητής. Κράτησε χαρακτήρα, πράγμα που με ξενέρωσε λιγάκι. Ήταν φιλικός, αλλά δεν έσπαγε το ρόλο με τίποτα. Με ανάγκαζε να τον κοιτάζω απ’ τον τρίτο τοίχο.
Μου είπε τόσα πράγματα όσο έστηνε τη σκούπα που δε γίνεται να τα θυμηθώ ούτε με κλινική ύπνωση. Και τα έλεγε γρήγορα. Πολύ γρηγορα. Τρώγοντας καταλήξεις, κόβωντας συνδέσμους και άλλα βαρετά μέρη του λόγου. Στην ουσία το μοτέρ πρέπει να έκαιγε όσο 2 θερμοσίφωνες, είχε 84 συμπράγαλα για να βάλεις μπροστά, μια σακούλα που γέμιζε, λέει, μια φορά το χρόνο από το υλικό που είναι φτιαγμένες οι μάσκες κόβιντ και είχε σιγαστήρα. Ήταν βασικά μια πολύ-πολύ δυνατή σκούπα. Που έκανε 4 χιλιάρικα, μά τη μπαναγία. Πάμ’ παρακάτω.
“Το πάτωμά σου είναι σκουπισμένο; θέλεις να βάλεις λίγο τη σκούπα ρομπότ να σκουπίσει εδώ;”. Ξύπνησα τη Ρουσλάνα η οποία με στραβωκοίταξε, εγώ της έγνεψα με τα φρύδια κάτι του στυλ “δεν είναι τίποτα, σε λίγο θα τον διώξω ν’ αράξουμε”, και την έβαλα στο ρινγκ με την Κίρμπυ. Η Ρουσλάνα έκανε ένα τετραγωνικό μέτρο, όπως μόνο αυτή ξέρει, με πολύ θόρυβο και ελάχιστο αποτέλεσμα, με το αμελητέο προσόν ότι ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΑΣΧΟΛΕΙΣΑΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ, και μετά ο Γιώργος όπλισε την Κίρμπυ και άρχισε βασικά να σκουπίζει το σπίτι μου. Δε βαριέσαι: “καμιά δουλειά δεν είν’ ντροπή εκτός του μπάτσου και του βουλευτή”, είπα από μέσα μου και τον χάζεψα να σκουπίιζει με το σκαρπίνι. Όταν βαρέθηκε άνοιξε αυτό το πράματάκι σα σερβιέτα που είχε βάλει για να πηγαίνει πάνω του η βρώμα και να την τρίβει στα μούτρα του κόσμου (μεταφορικά), και μου το έδειξε. Είχε πάνω σκόνη… Η Ρουσλάνα δεν την είχε μαζέψει… Για φαντάσου. Ώστε αυτή είναι η διαφορά τεσσάρων χιλιάδων ευρώ και ενός έκτου της εργατοώρας όταν τα επενδύεις σε ένα τετραγωνικό πατώματος.
Το πρόβλημα ήταν ότι στο τηλέφωνο μου είχαν πει άλλα. Μου είχαν πει ότι θα μου καθαρίσουν 2 πράγματα - ότι θέλω. Κι εγώ διάλεξα τον καναπέ και τον καναπέ γιατί όλα τα άλλα ήταν καθαρά. Ο καναπές ήταν (και -σπόιλερ- είναι ακόμα) για πέταμα. Κι αυτό αν είσαι επιεικής με την καθαριότητα. Οπότε όταν τελείωσε το νουμεράκι με το τετραγωνικό πατώματος, έβαλα τη Ρουσλάνα πίσω και του έδειξα τον καναπέ. Αυτός όμως, είχε ήδη τσεκάρει το χαλί. Και βάλθηκε να μου καθαρίσει το χαλί. Άλλαξε λοιπόν σερβιέτα στην Κίρμπυ και έκανε και ένα τρανσφόρμερζ κόλπο με ρουφηχτήρια και κούμπωσε το του-χαλιού. Του έδειχνα τον καναπέ, αλλά δεν έπαιρνε από λόγια… Κυρίως γιατί μιλούσε ο ίδιος συνέχεια και γρήγορα. Η σκούπα είχε, λέει, και διαφορικό στα μπροστινά ροδάκια, για να στρίβει εύκολα. Μα τι λες. Τέσσερα χιλιάρικα; και λίγο κάνει… Όσο ένα μεταχειρισμένο Φίατ Πάντα. Και έχει και πιο δυνατό μοτέρ.
Με ρώτησε αδιάφορα για έναν λεκέ στο χαλί, από αυτούς που κανονικά ντρέπεσαι να ρωτήσεις, γιατί δεν λογίζεται πια για λεκές - είναι καταφανώς πλέον χαλί (κατά το “ δεν είναι λεκές, είναι καναπές ”). Τον κοίταξα από ψηλά, καθώς είχε πέσει στα γόνατα και τον περιεργαζόταν. “Αυτό πρέπει να είναι λάδι μασάζ, αμυγδαλέλαιο νομίζω” του είπα, φαινομενικά αδιάφορα, αλλά αστραπιαία σκούπισα κι ένα δάκρυ. Και εκεί έγινε το απίστευτο. Σήκωσε το κεφάλι του και μου είπε: “είχες περάσει καλά τουλάχιστον;”. Του έγνεψα θετικά ελπίζοντας να σταματήσει να με κοιτάζει να συγκινούμαι και να πήρε επιτέλους μπρος. Αφού δε θα πάρω τη σκούπα, να κάνουμε τουλάχιστον χαβαλέ μέχρι να τελειώσει το σόου του και να φύγει, να μ’ αφήσει να γράψω αυτό το κείμενο, ή έστω να βγάλει να κεράσει ένα καλό σιγαρέτο να μιλήσουμε για τους λεκέδες στις ψυχές μας ή ακόμα και για τρίσποντο μπιλιάρδο, αν του ‘κανε κέφι, αλλά όχι για σκούπες.
Οι ελπίδες του στέρεψαν εντελώς όταν μπήκε στην τουαλέτα. Είμαι σίγουρος πως σκέφτηκε κάτι του τύπου: “αυτός δε δίνει 2 ευρώ να πάρει κωλόχαρτο, πως θα δώσει 4 κάπα για μια σκούπα;” και ίσως λογικά να έπεσε σε κάποιο υπαρξιακό σπάηραλ για τις επαγγελματικές του επιλογές όσο κατουρούσε, ακριβώς όπως το παθαίνω κι εγώ. Ίσως να φταίει η τουαλέτα. Τα ρέστα του τα έπαιξε με τα ακάρεα στο στρώμα όμως. Μου εξήγησε όλον τον κύκλο ζωής τους και μετά για το ότι έχουν κατηγορηθεί ακόμα και για αυτοάνοσα. “Ένα ζευγάρι τις προάλλες αγόρασε αυτήν τη σκούπα γιατί το παιδί τους έχασε ένα νεφρό απ’ τα ακάρεα”, μου είπε όσο σκούπιζε το στρώμα μου σκαρφαλωμένος, γιατί το έχω υπερυψώσει περί το ενάμιση μέτρο, ώστε να κάθομαι από κάτω απ’ τη ζωή όταν λείπω σε ινδικό στυλ. Το τέλος του νούμερου των ακάρεων περιείχε το μάζεμα τους με ένα κέρμα από το σερβιετάκι, και το πανιγυρικό κάψιμό τους με αναπτήρα, ώστε να καταλήξουμε αμφότεροι στο ότι η μυρωδιά μοιάζει με καμμένη τρίχα, άρα πρωτεϊνη, άρα οργανισμός. Το φινάλε δεν πέτυχε γιατί είχα πλύνει το κάλυμμα του στρώματος καμιά βδομάδα πριν, αλλά διασκεδάσαμε τουλάχιστον με τ’ ακροβατικά.
Στο μεταξύ, άρχισαν τα βρώμικα κόλπα. Χρειαζόταν άλλη μια σκούπα να πουλήσει για να γίνει μάνατζερ, να προαχθεί παρασκευή βράδυ, στις καθυστερήσεις να πούμε. Και έπρεπε να του δώσω τούλαχιστον δώδεκα τηλέφωνα για να βαθμολογηθεί θετικά και ήμουν η ελπίδα του και βασιζόταν σε μένα και τέτοια. Άσε που μου καθάρισε και τον καναπέ (απλά τον ξεσκόνισε και εμένα μου τάξανε 2 καθαρίσματα)… Δηλαδή τα κόλπα που κάνουν οι τύποι που πουλάνε χακούνα-ματάτα στο Μοναστηράκι. Με άλλα λόγια, ψυχολογικό χειρισμό, επιθετικό μάρκετινγκ.
Εκεί φόρτωσα άσχημα και έσπασα εγώ τον τρίτο τοίχο. Άφησα το ρόλο του κορόιδου που προσπαθούν να το πείσουν να δώσει 4 χιλιάρικα για μια σκούπα (που στο Ίντερνετ κάνει το πολύ δύο ), τον κάρφωσα και του είπα ήρεμα: “Γιώργο, δε θα δουλέψει αυτό που κάνεις. Κόψε”. Κάθε κουβέντα με τη μάνα μου κατέληγε σ’αυτήν να κλαίει και να μονολογεί κάτι του στυλ: πως δεν την αγαπάμε μετά από όσα έκανε για μας και τέτοια. Η γιαγιά μου έπαιζε το χαρτί “ώστε αυτό είναι το ευχαριστώ” με ύφος Γιάγκου Δράκου , τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα. Έχω αντισώματα για τους ψυχολογικούς χειρισμούς σαν αυτόν που μου παίζεις - άτεχνα κιόλας - για 3 ζωές. Και, τέλος πάντων, ρε Γιώργο, δεν υπολόγισες ότι εγώ όταν ακούω τέτοια μπορεί να μου στρίψει και να κρεμάσω τη μάνα σου στην κεντρική πλατεία . Προς τιμήν του, λοιπόν, έκοψε.
Το κλίμα ελάφρυνε απότομα όταν με ρώτησε τι μουσική ακούω. Περίμενε με υπομονή και μουσική ασανσέρ όσο του εξηγούσα για τα μπλουζ, το φανκ, το σόουλ και τη “μαύρη μουσική” γενικά, ώστε να με ρωτήσει αν ξέρω τους Κουήν. Ε, ναι. Τους βλέπω συνέχεια στο τικτοκ, ξέρω ‘γω. Και θριαμβευτικά κατέληξε πως στο βίντεο κλιπ του “άη γουόντ του μπρέκ φρί”, η σκούπα που κρατάει ο Μέρκιουρι είναι Κίρμπυ. Οπότε είναι μια διάσημη σκούπα. Σου λέει: “δεν τον έπεισα με τη σύγκριση με το μπρίκι του τη Ρουσλάνα, δεν τον έπεισα με τα ακάρεα και τα νεφρά, τα παίζω όλα για όλα - σάμπως θα με ξαναδεί;”
Έψαξα τον τηλεφωνικό μου κατάλογο. Βρήκα μερικούς από τους ανθρώπους που μια τέτοια εμπειρία δε θα τους άφηνε αδιάφορους και έδωσα τα τηλέφωνά τους στο Γιώργο.
Κάνω έκκληση προς όλους, η Δευτέρα να βρει επιτέλους το Γιώργο στη θέση που του αξίζει…