Τα μπλου(ζ) της μεσαίας τάξης
Είναι ακριβώς η περίπτωση γυναικάς που ο Κηλαιδόνης στον ύμνο των μαύρων σκυλιών δε λέει ούτε “Ναι” ούτε “Όχι”, αλλά “ότι νομίζεις κάνε, και μη μου πεις καν τι έγινε”. Βασικιά Γλυφαδιώτισσα, 7,5 στην κλίμακα ISO, με μαλλιά που μοσχοβολούν σαμπουάν μπύρα, και καμία διάθεση να δούμε ταινία σπίτι μου. Ψήθηκε για Φράου και Μπάτμαν και Εκεί, με αυτή τη σειρά και ήταν κρίμα που κατέληξε στο πάρτυ στη νομική, με ένα σωρό αμφιβόλου φύλου περιπτωσάρες που τραγουδούσαν “Εδώ ζούνε αμαζόνες / αν θες να’ρθεις πάρ’ ορμόνες”.
Ζήτησε καλαμάκι όταν είδε ότι η μπύρα της βγήκε από τον πλαστικό κουβά που έχει μέσα μπύρες, νερό και πάγο (κοινώς “βούτα”) και μάλιστα από τα γυμνά χέρια μιας queer γκόμενας με τρίχες και στα πνευμόνια, και εκεί κατάλαβα ότι η βραδιά θα ήταν μεγάλη και αντιολησθητική.
Μετά την δεύτερη μπύρα ήταν σαφές πως δεν είχα βγει για να καβλαντήσω την παραθαλάσσια ύπαρξη, αλλά για να κάνω κοινωνιολογική μελέτη. Η σύγκρουση των δύο κόσμων με εξιτάρει, και η ερωτική διάθεση έρχεται μόνο να συμπληρώσει το παζλ, όπως στον Τιτανικό ας πούμε. Λαός vs Κολωνάκι σημειώσατε άσσο αυτό το βράδυ και η ζωή συνεχίζετε μέσα στην αυτοπαραγώμενη καλτίλα και την 8ωρη σκλαβιά. rm -rf --no-preserve-dignity
για τους καμμένους.
Το βράδυ έκλεισε με κλισέ του τύπου “εμένα οι πρώην μου είναι όλες φρικιά, και μένα οι πρώην μου είναι dopperman καυλωμένα”, φιληθήκαμε σταυρωτά, είπαμε με νόημα να μη χαθούμε και καληνυχτιστήκαμε στα αθηνέζικα. Χειρισμός 16άχρονου, που πάντα πιάνει, με κεφάλι από τις μπύρες και υπερένταση από μια αδέσποτη μυτιά κερασμένη νωρίτερα από έναν παλιό φίλο που δε θυμάμαι το όνομά του αλλά αρχίζει από Κ.
Και εκεί που είχα αποσαφηνίσει τα γούστα μου, και δε θα έμπλεκα με τέτοια και πάλι (και πάλι και πάλι), ξέχασα τη συμβουλή του μέντορα, φίλου και συνοδοιπόρου, που με είχε πει (σαλονικιός) με χαμηλή φωνή, ένα βράδυ, καπνίζοντας και έχοντας τα μάτια του μισόκλειστα γιατί ο καπνός πήγαινε και έμπαινε κατευθείαν μέσα, καθώς Αριστοτελικά να το πάρεις, ο καπνός πηγαίνει προς το στοιχείο του - τη φωτιά.
“Ποτέ μη συστηθείς σε γυναίκα που γνώρισες σε βιβλιοπωλείο του κέντρου ή στενόμακρο χωλ αναμονής ψυχολόγου”
Και πως τα έφερε και συστήθηκα, και η Νομική είχε πάρτυ πάλι. Θα την έβρισκα εκεί, γιατί είχε κάτι ετοιμασίες “με τα παιδιά”. Πρώτη στον έρωτα - πρώτη στους αγώνες σκέφτηκα, και καύλωσα μόνος μου. Περπάτησα τη Σόλωνος αργά και με το ύφος νικητή και άκουγα Πιλαλί στα ακουστικά να έρθω στα πάνω μου.
Άνοιξε λοιπόν η πόρτα και μπήκε ο Τζον (ο υποφαινόμενος), και είδε το ελεύθερο σχεσάκι του χωρίς κομπινεζόν, καθώς αυτή τη φορά ήταν εκείνη απά στη σκηνή και τραγουδούσε τσιτσίδι κάτι σατανιστικά φεμινιστικά που δεν ήταν καθόλου βίγκαν γιατί “θα μας τρώγαν ζωντανούς” λέει (εμάς τους σεξιστές). Έ, εκεί τα έχασα κάπως, γιατί “το μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας” μου είναι ευπεπτο και γενικά ψήνω (ίσως γιατί δεν έχω παιδιά), αλλά το “θα σας τις κόψουμε και θα τις κάνουμε γιαχνί” με ανατρίχιασε. Και αυτό γιατί ενώ σαν εικόνα μου φάνηκε γενικά μαλακία (σαν το γιαχνί που έφτιαχνε η μάγειρας στο ολοήμερο του νηπείου που μας πάρκαραν οι γονείς μου), υπονοούσε πως το μαγείρεμα πάλι αυτές θα το κάνανε. Θεώρησα όλο το σκηνικό άστοχο λοιπόν, την κοπελιά γενικά πειραγμένη, αγνώμονα και αλαλουμτζού και απλά κατηφόρισα το δρόμο του βούρκου.
Από τότε μου έγινε μάθημα, να μη σκαλίζω τον σκουπιδοντενεκέ που απ’έξω γράφει “ιδεολογία”.
Έστειλα λοιπόν “καλησπέρα”, χεράκι, ποδαράκι, δεξί αρχίδι, στη βασικιά τύπισσα, ήταν κέντρο με παρέα έτερων βασικών, με δέχτηκαν καλοπροαίρετα, τους μίλησα για τον Έγκελς και τον Φουκώ, με αναγνώρισαν για αρχηγό τους και πήγαμε όλοι μαζί στο Φράου να πιούμε ποτά που σκάσανε στα χέρια μας, και μια που έμενα εξάρχεια κέρασα και ένα κρεβάτι στην αδειανή από αγάπη κάμαρή μου.