Πάνω στους "μικρούς" και τους "μεγάλους"
Με πιάνω από χρόνια να χωρίζω νοερά τους γύρω μου σε “μικρούς” και “μεγάλους”. Και όχι ηλικιακά. Οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι είναι γενικά ενήλικες, άνω των 18. Δεν είναι όμως όλοι “μεγάλοι”. Ο καλύτερος τρόπος να το εξηγήσω είναι ως εξής:
Θυμάστε όταν ήμασταν παιδιά που βλέπαμε τους μεγάλους σαν κάτι το διαφορετικό; Δε μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα γίνουμε σαν αυτούς, κι αυτοί, απ’ την άλλη, μας έλεγα πράγματα του στυλ “περίμενε και θα δεις” και τέτοια;
Ε, λοιπόν, εγώ περίμενα. Έφτασα 32 χρονώ. Οι γονείς μου με είχαν σ’αυτήν την ηλικία - αλλά δεν “είδα”.
Και αυτό με κάνει να υποψιάζομαι πως οι μεγάλοι τότε μας έμοιαζαν τόσο διαφορετικοί από εμάς, όχι επειδή είχαν μούσια, ή πιο μεγάλες παλάμες (καλά - και για αυτό), αλλά γιατί κάτι στην ψυχή τους μας φαινόταν ξένο. Οι ψυχές μας δεν έμοιαζαν, και όχι απλά δεν έμοιαζαν, αλλά δε μπορούσαμε καν να φανταστούμε πως θα γινόμασταν ποτέ έτσι.
Και τώρα, κάθομαι στον καναπέ μου, στο σπίτι που νοικιάζω εγώ - με τα λεφτά μου - που βγάζω απ’τη δουλειά μου - στην οποία πάω μερικές φορές με το αυτοκίνητό μου, και δεδομένου ότι δε μου μοιάζω με “μεγάλο” στη συνείδησή μου, παρατηρώ ότι κάποιοι συνομήλικοί μου (ή και μικρότεροι) μοιάζουν με την εικόνα του “μεγάλου” που θυμάμαι από τότε. Και όπως κάνω σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ψάχνω τί και πώς. Και νομίζω πως καταλήγω κάπου:
Θυμάστε στην εφηβεία, κάπου στα 14 με 16 που καταλάβαμε πως οι “μεγάλοι δεν ξέρουν τίποτα”; Πως όλα αυτά τα υπαρξιακά ερωτήματα που μας πλάκωσαν ξαφνικά και νομίζαμε πως εκείνοι έχουν λύσει, όπως: “γιατί ζουμε;”, “τί θέλω απ’τη ζωή μου;”, “θα πεθάνω κι εγώ - άρα έχω περιορισμένο χρόνο - τι κάνω;”, ανακαλύψαμε (εκ της προβολής) ότι ούτε εκείνοι τα έχουν λύσει. Και τότε αναρωτηθήκαμε: “μα καλά, και πως ζουν χωρίς να τα λύσουν; δεν τρελαίνονται;”, γιατί εμάς κόντευαν να μας τρελάνουν. Και τότε καταλάβαμε πως έχουν κάνει κάτι άλλο… Τα έχουν απωθήσει… Τα θάψανε.
Και γι’ αυτό κάνανε και ό,τι νά ‘ναι: δουλεύανε δουλειές που σιχαίνονταν για 20ετίες, παντρεύονταν ανθρώπους που δεν ταίριαζαν, κάνανε παιδιά χωρίς να ξέρουν αν θέλουν παιδιά, και τα έκαναν όλα αυτά με τόση σιγουριά, που ήταν ικανό να με τρελάνει. Ή το άλλο, έδιναν μασίφ εξηγήσεις για τόσο περίπλοκα πράγματα, όπως την οικονομία.
Αυτή η σιγουριά, αυτό το “αφου το λένε οι μεγάλοι, έτσι θα ‘ναι - φαίνονται τόσο βέβαιοι - πραγματικά ξέρουν τι κάνουν”, καταλήγω πως μας ξεχωρίζει ακόμα. Κάποιοι της γενιάς μου αρχίζουν να εκπέμπουν αυτήν την ακλόνητη αλαζονική σιγουριά, που μόνο οι άνθρωποι που δεν αναρωτιούνται για το μέσα τους μπορούν να έχουν. Αυτήν την αμυντική σιγουριά, που αμύνεται αναδρομικά όλα τα χρόνια που δεν αμφισβήτησαν τις επιλογές τους, για να μην πονέσουν ή να μη διαψευστούν.
Ευτυχώς, είναι και οι “μικροί” συνομήλικοί μου, αυτοί που θα σου παραδεχτούν, ότι δεν έχουν ιδέα αν “κάνουν το σωστό”, το πολύ-πολύ να ξέρουν ότι κάνουν αυτό που τους φάνηκε σωστό, και κοιτάνε το μέλλον και το θάνατο με την ίδια περιέργεια που τα κοιτάω κι εγώ. Αυτοί που κάθονται στο τραπέζι “των παιδιών” και οι συνομήλικοι τους κοροϊδεύουν, αλλά δεν καταλαβαίνουν πως κάθονται εκεί, όχι αναγκαστικά γιατί γουστάρουν τα παιδιά, αλλά γιατί, κυρίως, δεν άντεχαν, ποτέ, τους μεγάλους.