Στοματική Υγιεινή
“Λίγο πιο δεξιά κάνε μου… Λίγο πιο κλειστό το στόμα, ωραία”. Δε μπορούσα να καταλάβω αν κοιτάζει τα μάτια μου και με ζυγίζει πριν ακόμα μια επίθεση ή το στόμα μου. Λογικά το στόμα μου, αλλά από αυτήν την απόσταση δεν είναι εύκολο. Εγώ φορούσα κάτι πλαστικά γυαλιά, σαν αυτά που φορούν στις οικοδομές όταν ανακατεύουν τις λάσπες. Όσο μπορούσα είχα τα μάτια μου κλειστά. Δάκρυα έτρεχαν μέσα στα αυτιά μου.
“Καλημέρα, είμαι η Βάλια. Θα ετοιμάσω τα πράγματα και θα σε φωνάξω”. Εγώ κοντοστάθηκα στην αίθουσα αναμονής, με ένα κασκόλ μούφα Μπέρμπερι στο λαιμό μου, και τον καφέ που δεν είχα ακόμα πιεί στο μυαλό μου. Ήταν 9 παρά το πρωί. Ζόρι.
“Θα ήθελα να κάνω έναν καθαρισμό και να μου πείτε αν χρειάζομαι κάτι άλλο, γιατί έχω παραμελήσει λίγο τα δόντια μου”, με αυτό το αίτημα πήγα. Αυτή με κοίταξε, έγνεψε και με έβαλε να κάτσω. Άνοιξα, έβαλε αυτό το καθρεφτάκι, που δεν καταλαβαίνω πώς στο μπούτσο δε θολώνει ποτέ, και μπήκε. Κοιτούσε χωρίς εκφράσεις, χωρίς επιφωνήματα τύπου: “πωπω”, “πςςςς”, “αμάααν”, “πφφφ” και τέτοια, πράγμα που εκτίμησα. Εγώ κοιτούσα τα μάτια της και προσπαθούσα να καταλάβω αν τα σκέφτεται. Είχε σημασία για μένα για κάποιο λόγο - με τον ηλίθιο τρόπο που συγυρίζεις το σπίτι πριν έρθει αυτός που έχεις κανονίσει να τον πλερώσεις να στο καθαρίσει. Ή που θες να ζητήσεις συγγνώμη όταν πηγαίνεις το αυτοκίνητο για σέρβις και ο μηχανικός σου λέει ότι είναι φαγωμένος ο ιμάντας χρονισμού.
Από την άλλη δεν είναι τυχαίο που απέφευγα τους οδοντιάτρους (μέχρι σήμερα). Μου βγάζουν κάτι που δε γουστάρω καθόλου, και το παρατήρησα σήμερα, γιατί είχα σφίξει τα δόντια και περίμενα να το βιώσω. Και αφού το τοποθέτησα στο συναισθηματικό μου χάρτι, το μοιράζομαι, πάντα επιφυλασσόμενος, αλλά σίγουρα ειλικρινής: “νιώθω πως παίρνουν τη δική μου στοματική υγιεινή πολύ προσωπικά”. Να το. Τό ‘πα!
Πως να το εξηγήσω, όταν τους πηγαίνω το προσωπικό μου λατομείο, αυτοί δεν αρκούνται στο να με κάνουν να πονέσω με το φιρφιρίκι τους που έχει έρθει κατευθείαν από μεσαιωνικό βασανιστήριο, επιμένουν να με πονέσουν και ψυχικά, βάζοντάς μου ενοχές για πράγματα που φυσικά δεν αλλάζουν, όπως για το “γιατί δεν πήγα νωρίτερα” ή “γιατί δε βουρτσίζω τόσο συχνά τα δόντια μου” ή το άλλο το εντελώς τρελό “γιατί δε χρησιμοποιώ καθημερινά νήμα”. Μαλάκα τι λες. Μόνο οι οδοντίατροι λογικά κάνουν αυτή τη μαλακία με το νήμα κάθε μέρα και αυτό από πιρ πρέσουρ, για να μπορούν να κοιτάξουν τους άλλους οδοντιάτρους στα μάτια σε κάνα συνέδριο. Μιλάμε για μια διαδικασία πιο βαρετή και απ’ το να διαβάζεις το βιβλιαράκι με τις οδηγίες για εκτυπωτή.
Ένας παλιότερός μου εαυτός θα έλεγε προβοκατόρικα πως “έκλαιγα σαν κοριτσάκι” πάνω σ’ αυτήν την καρέκλα, αλλά και τα αγόρια κλαίνε και όλα τα φύλα γενικώς - ας μην το ανοίξουμε αυτό τώρα - και ο νέος μου εαυτός δεν προβοκάρει τόσο με αυτά τα θέματα. Σημασία έχει πως με πέθανε η ρουφιάνα. Πονούσα έναν πόνο πέρα από σύστοιχο, γεμάτο συναισθήματα. Η Βάλια με διαβεβαίωσε πως αν έκανα καθαρισμό κάθε 6 μήνες δε θα γινόταν αυτό το Βατερλώ. Εγώ ένιωθα εν τω μεταξύ, την ανικανότητα να αντιδράσω, την αίσθηση πως μου άξιζε όλο αυτό και μια παιδική ανημποριά που ερχόταν λογικά από την εποχή που εκείνη η ορθοδοντικός μαζί με τη συμμορία της στον Πειραιά μας βασάνιζε στα ίσα. Τέλος πάντων, αρκούμαι να πω πως έκατσα και το άντεξα όλο αυτό σαν άντρας.
Εννοείται όταν τελείωσε το στόρυ ήταν σα να με έχουν δείρει. Αλλά δεν είχε τελειώσει όλο αυτό. Η Βάλια ήθελα να καταβάλει κάθε προσπάθεια ώστε να μπω στον ίσιο δρόμο. Μου έδωσε αυτό το καθρεφτάκι που έχει σχήμα δοντιού, να το κρατήσω και μου έδειξε πως να κάνω νήμα. Κάπου πριν αρχίσει να μου λέει για τον κ. Τερηδόνα και την κα. Ουλίτιδα τη σταμάτησα. Λίγα πράγματα πηγαίνουν τόσο χαμένα όσο εκείνες οι εκπαιδευτικές ημερίδες για στοματική υγιεινή που μας έκαναν στο δημοτικό. Ίσως αντίστοιχα χαμένα να πηγαίνουν μόνο τα σουβενίρ ή οι επαγγελματικές κάρτες που δίνει κάποιος χωρίς να του τις ζητήσουν.
Η αίσθηση του στόματος μετά τον καθαρισμό έχει κάτι το απόκοσμο. Είναι σα να μη γνωρίζει κανείς τον εαυτό του στον καθρέφτη. Σα να ακούει τη φωνή του από ηχογράφηση. Έχει κάτι το ξένο. Πήρα λοιπόν αυτόν τον ξένο και τον πήγα για καφέ. Να αράξουμε, να γνωριστούμε ρε παιδί μου, να πούμε τα ψυχολογικά μας, να μιλήσουμε για τις προηγούμενές μας σχέσεις, τις περασμένες μας αγάπες, τις επιτυχίες και αποτυχίες μας, που βλέπουμε τον εαυτό μας σε 5 χρόνια, σε 10, σε 40. Εκεί λοιπόν που ξεκίνησε το κουβεντολόι με τον νέο μου εαυτό και τα βρίσκαμε, ήρθε η σερβιτόρα και με ρώτησε τι θα πιούμε. Εκεί που πήγα τώρα να της ζητήσω τον κλασσικό αμερικάνο που οδηγάει μια κάντιλακ, θυμήθηκα τα λόγια της Βάλιας: “Θέλω να μη μου φας και να μη μου πιεις για μια ωρίτσα μετά από τον καθαρισμό. Ούτε νερό”. Που να της εξηγώ τώρα κι αυτηνής.