Μια Ολλανδική Σύσκεψη
Σκηνικό
Δωμάτιο ημίφωτο από ψαγμένο στιμπανκ φωτιστικό, απ’ αυτά με τις λάμπες που το παίζουν κάπως βίνταζ . Χαμηλό ξύλινο γιαπωνέζικο τραπεζάκι τσαγιού, με μαξιλάρες. Τρεις άνθρωποι κάθονται γύρω του.
Χαρακτήρες
Μεσήλικες, Ολλανδοί με αισθητική της εποχής του Νιου Έητζ. Φανερά, παράταιρα φορούν πάνω απ’ τα ρούχα τους μονόχρωμα σακάκια και τσαλακωμένες γραβάτες που έχουν γυρίσει προς τα πίσω. Κάθονται στις μαξιλάρες οκλαδόν και γενικώς ανακούρκουδα.
Ολλανδός Α
Κάθεται απέναντι από τους άλλους δύο, είναι ντυμένος με σαλβάρι και πολύχρωμο γιλέκο. Έχει ύφος προβληματισμένο, αδιέξοδο, αλλά ανοιχτό σε διάλογο.
Ολλανδός Β
Έχει στη μεριά του ένα γκράηντερ, ένα βαζάκι με φούντα και χαρτάκια. Φοράει σκουφί και δεν έχει βγάλει τις κάλτσες του.
Ολλανδός Γ
Έχει ελαφρώς ενοχλημένο ύφος. Έχει τατού στον πήχη ένα ποδήλατο.
Τη σιωπή έσπασε ο Ολλανδός Α. Βασικά όχι τη σιωπή. Τον πρώτο δίσκο των Σαμσάρα Μπλουζ Εξπέριμεντ . Και δεν πάτησε το Ποζ ή κάτι τέτοιο, απλώς ξεκίνησε να μιλάει. Τέλος πάντων, Καταλάβατε.
“Λοιπόν, ακούω προτάσεις κύριοι. Τι κάνουμε;”. Οι Ολλανδοί Β και Γ τον κοίταξαν κάνοντας τα μάτια τους έτσι, όπως τα κάνεις όταν ο αέρας σηκώνει την άμμο και προσπαθεί να τη βάλει στα μάτια σου. Σιωπηλά, ο Β πάσαρε το τσιγάρο στον Γ. Ο Γ απάντησε στην πάσα με ένα φιλικό νεύμα. Ο Ολλανδός Β ξεκίνησε να μιλάει: “Το πρόβλημα είναι πως έρχονται εδώ και αράζουν όσο θέλουν. Να ‘ρχονται τουρίστες να μας τα ακουμπάνε είναι τρελή μόντα, αλλά αυτοί έχουν αρχίσει να μη μπζήνονται να φύγουν”. “Ναι. Κάτι έχουν πάθει όλοι και γράφονται στα Πανεπιστήμια εδώ”, είπε ο Ολλανδός Γ, ψάχνοντας, ταυτοχρόνως, τον αναπτήρα στο τραπεζάκι με αόριστες κινήσεις. “Δεν έχουν στη χώρα τους δηλαδή Πανεπιστήμια”, είπε, ανάβοντας το τσιγάρο.
“Δε γίνεται να πούμε στα Πανεπιστήμια να μη φέρνουν ξένους;”, είπε με βλέμμα χαμένο ο Ολλανδός Α. “Όχι, δε γίνεται”, είπε ο Ολλανδός Β, γνέφοντας με το κεφάλι. “Γιατί θα μας πρήξουν τ’ αρχίδια απ’ την εε και τα πανεπιστήμια θα χάσουν ένα σκασμό λεφτά.”
“Δηλαδή, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα”, κατέληξε αποκαρδιωμένος ο Ολλανδός Α. “Θα σκάνε εδώ οι ευρωπαίοι και θα αράζουν στα πάρκα μας, θα πίνουν τα τσιγάρα μας και θα κάνουν σαν καθυστερημένοι με τα ποδήλατα που αγοράζουν στο Μάρκπλατς ”, συμπλήρωσε ο Ολλαννδός Γ, όσο πάσαρε το τσιγάρο προς τον Ολλανδό Α.
“Μάγκες, δε γίνεται, κάτι θα μπορούμε να κάνουμε. Είμαστε η κυβέρνηση γαμώ το κέρατό μου. Απλά πρέπει να σκεφτούμε”, ο Ολλανδός Β έκανε μια κίνηση τελειώνοντας τη φράση του, σα να δείχνει το τραπέζι.
Ο Ολλανδός Α περίμενε να γίνει ησυχία και μετά είπε: “Λοιπόν, το βρήκα.”, φυσώντας το ντουμάνι γρήγορα, για να συνεχίσει τη φράση του. Οι άλλοι δυο τον κοίταξαν.
“Είναι απλό”, είπε ο Ολλανδός Α και ανακάθησε. “Τι χρειάζεται για να είναι κανείς πολίτης αυτής της χώρας;”
“Ξέρω ‘γω;”, πήρε γρήγορα το λόγο ο Ολλανδός Γ. “Να έχει γεννηθεί εδώ;”.
“Όχι ρε”, του είπε φιλικά ο Ολλανδός Β. “Να πληρώνεις φόρους εδώ”, συνέχισε. “Α, και μην πεις παραέξω αυτά ‘να έχει γεννηθεί εδώ’, γιατί παίζει να μην ξαναβγείς υπουργός εξωτερικών”
“Μάγκες, πολίτης αυτής της χώρας γίνεσαι αν έχεις Μπι Ες Εν . Οπότε, πρέπει να αναγκάζουμε όλους τους άσχετους να βγάζουν Μπι Ες Εν!”, κατέληξε θριαμβευτικά ο Ολλανδός Α.
“Είσαι πρωθυπουργάρα ρε μπρόκο.”, τον συγχάρηκε ο Ολλανδός Β. “Εμείς έχουμε Μπι Ες Εν με το πιστοποιητικό γέννησης! Τους κατουράμε!”.
“Ω, έχω κι άλλη ιδέα”, είπε ο Ολλανδός Β.
“Πάρε κι αυτό για να μας την πεις καλύτερα”, είπε ο Ολλανδός Α και του γύρισε το τσιγάρο.
“Μμ”, έκανε κοφτά ο Ολλανδός Β όσο έπαιρνε τζούρα. “Θα κάνουμε τα σπίτια απλησίαστα. Θα φέρουμε τα νοίκια στο θεό. Τι σου λέει;”
“Ναι, αλλά έτσι θα πληρώνουν και οι Ολλανδοί”, παρατήρησε ο Ολλανδός Γ.
“Όχι, γιατί θα τους δίνουμε επίδομα!”, είπε ο Ολλανδός Β εξτασιασμένος και συνέχισε “όμως για να πάρεις το επίδομα…”
“… πρέπει να ‘χεις Μπι Ες Εν!”, φώναξε ο Ολλανδός Α και αμέσως κάνανε ένα ηχηρό κόλλα-πέντε πάνω απ’ το τραπεζάκι.
“Ε, αν είναι έτσι τότε γιατί να μην το πάμε ακόμα παρακάτω…”, δοκίμασε ο Ολλανδός Γ. Ο Ολλανδός Β αμέσως του πάσαρε το τσιγάρο.
“Ευχαριστώ”, είπε διαδικαστικά ο Ολλανδός Γ και συνέχισε, “για να βγάλουν Μπι Ες Εν, θα πρέπει να πάνε στο δήμο, σωστά;”
“Σωστά”, κάνανε οι άλλοι δυο, με μια φωνή, καθώς κρέμονταν απ’τα χείλια του.
“Πότε;”, τους ρώτησε ο Ολλανδός Γ απότομα.
“Εεε, τι ‘πότε’, ξέρω ‘γω, αύριο”, είπε στα γρήγορα ο Ολλανδός Β.
Ήταν η σειρά του Ολλανδού Γ να ρίξει τη βόμβα του: “Δε θα ‘χει ραντεβού!”, είπε αργά και με νόημα.
Αφού τον συγχάρηκαν αναλόγως, ο Ολλανδός Α τον αμφισβήτισε χλιαρά και καλοπροαίρετα: “Και πως θα κλείνεις ‘ραντεβού’;”
Ο Ολλανδός Γ συνέχισε απτόητα με το ίδιο ύφος: “Θα μπαίνεις στα σάητ των δήμων που πάντα θα κολλάνε και θα πρέπει να βρεις ραντεβού εκεί, αλλά θα είναι κλεισμένα, τύπου για ένα μήνα μετά. Α, και φυσικά, θα είναι όλα…”
“… μόνο στα Ολλανδικά” είπαν και οι τρεις Ολλανδοί με μια φωνή.
Ο Ολλανδός Β ξανάβγαλε το γκρου και άρχισε να σπάει ένα παπαδάκι από κάποιο χεηζ τίγκα ψαγμένο. “Και αν πάνε σε ραντεβού, θα παίρνουν Μπι Ες Εν αμέσως ή να περιμένουν καμιά βδομάδα, έτσι, να στρώσουν χαρακτήρα;”, ρώτησε απορροφημένος.
“Να τους τον δίνουν αμέσως. Δεν πρέπει να φαίνεται ότι το κάνουμε επίτηδες. Είναι θέμα τακτ”, είπε ο Ολλανδός Α.
“Ναι, αλλά να μην ισχύει κι αμέσως!”, είπε δυνατά ο Ολλανδός Γ και ένα νέο κύμα επευφημίας ξεκίνησε. “Να μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις μόνο μετά από 2-3 μέρες!”.
“Και φυσικά, να μη στο λέει κανείς στο δήμο!”, συμπλήρωσε ο Ολλανδός Β, που μόλις είχε στρίψει το τσιγάρο. Η ομάδα είχε πάρει φωτιά. “Γειά μας, κυβερνησάρα”, ανακοίνωσε και έσκασε το χεηζάκι το σκετάδι.
Για λίγο έπεσαν ξανά στη σιωπή. Το τσιγάρο γυρνούσε αργά και απροβλημάτιστα και το απαίσιο οτοπλέη του Γιουτχιούμπ τώρα τους είχε περάσει σε κάτι ομιλίες του Άλαν Βάτς . ο Ολλανδός Α το κατάλαβε και το επιμελήθηκε, βάζοντας ένα χαλαρό Φατ Φρέντιζ Ντροπ δισκάκι . Μόλις έπαιξε το πρώτο κομμάτι, ο Ολλανδός Β είπε αδιάφορα:
“Λοιπόν, ακούστε τι λέω για τα σπίτια.”, οι άλλοι γύρισαν αργά και τον κοίταξαν. Αυτός συνέχισε: “Λέω, πέρα απ’τα μεσητικά να σκάσουν και 5-6 σάητ ακόμα που να βγάζουν αγγελίες”.
“Μα δεν υπάρχουν ένα σωρό τέτοια; Αυτό το Παπάριους - πως το λένε - και αυτό το Χάουσιν Ένιγουερ ;”, ρώτησε αδιάφορα ο Ολλανδός Γ.
Ο Ολλανδός B, όμως, το είχε όλο στο μυαλό του: “Το θέμα είναι να μην είναι μόνο 2. Φαντάσου να ‘ναι γύρω στα 10-15, και να ανεβάζουν κάθε μέρα σχεδόν τα ίδια σπίτια. Και εννοείται, τα μόνα σάητ που θα έχουν αληθινά σπίτια θα είναι…”
“… μόνο στα Ολλανδικά” είπαν γελώντας και εν χορώ οι τρεις Ολλανδοί.
“Θα τους κάψουμε εντελώς”, κατέληξε ο Ολλανδός Β.
“Αν είναι έτσι, γιατί να μην το γαμήσουμε όσο πάει;”, είπε ο Ολλανδός Γ, φανερά προβοκατόρικα.
“Το χεηζάκι μας έχει σιάξει και γαμώ τις συσκέψεις, αλάνια μου ολλανδέζικα”, παραδέχτηκε ο Ολλανδός Α, που πλέον ήταν ολόκλαστος.
“Εγώ λέω”, ξαναπήρε το λόγο ο Ολλανδός Γ, “τα σάητ που υπάρχει πιθανότητα να βρουν σπίτι να πρέπει να τα πληρώνουν με συνδρομή”
“Τι εννοείς;”, απόρρησε ο Ολλανδός Β, “να πληρώνουν το σάητ ακόμα και αν δε βρίσκουν σπίτι; και γιατί να μην πάνε στα άλλα, που θα ‘ναι τσάμπα;”
“Γιατί δε θα τους απαντάει κανείς εκεί και τα σπίτια θα ‘ναι σάπια!”, θριάμβευσε, για άλλη μια φορά, ο Ολλανδός Γ.
“Αυτό, μαλάκες μου, είναι πραγματικά σατανικόοοοο”, ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Ολλανδός Α μέσα στο τριπ του. Το σκέτο τσιγάρο του είχε πέσει βαρύ.