Ο Παντελής
Εναλλακτικός τίτλος: “Παντελής τέλος - βγάλ’ τα πέρα μόνος σου” (κατά το “ Κοινόβιο τέλος… ”)
Εναλλακτικός τίτλος 2: “Ωδή στο HHC” (κατά το “ Ωδή στο THC ”)
-“Λοιπόν, αφήνουμε τα πράγματα και πάμε σούπερ μάρκετ;”
-“Ε, να μη δοκιμάσουμε τι πήραμε;”
-“Λες να κάνουμε μια τζουρίτσα απ’ αυτό και να πάμε μετά, ε;”
-“Έτσι λέω. Και μετά γυρνάμε και το μελετάμε. Για άνοιξέ το…”
Τώρα το “αυτό” ήταν ένα βέηπ, που είχαμε βρει σε ένα Σίμπιντί σόπ στον Πειραιά. Είχε ένα κουμπί - το πάταγες μια γερή για να τ’ ανοίξεις και μετά ήθελε λέει άλλες δυο φορές, για να ζεσταθεί και να βγάλει κάτι χρώματα. Όταν τέλειωναν τα χρώματα και δεν αναβόσβηνε πια, ρούφαγες. Η γεύση; Λέμον Χέηζ παρακαλώ. Ντελικάτη. Ανάλαφρη. Παιχνιδιάρα.
Η ομάδα Φωτιά, ομοφώνως αποφάσισε να του δώσει μια ευκαιρία λίγο πριν τραβηχτεί στο γιγάντιο σούπερ μάρκετ, Σάββατο μεσημέρι, για να ψωνίσει ένα σωρό πράγματα για ένα μπάρμπεκιου που οργάνωνε. Έτσι ανάψαμε το βέηπ, και με σειρά ηλικιακή τραβήξαμε όλοι από μια γενναία τζούρα. Το κλείσαμε (κρατώντας πατημένο το κουμπί) και μπίζνες ας γιούζουαλ, βάλαμε τα παπά μας και κινήσαμε για το σουπερμερκάδο.
Το ότι κάτι δεν πήγαινε καλά το καταλάβαμε πια στο αυτοκίνητο. Μέσα στην πεντάλεπτη αυτοκινητάδα είχαμε ήδη διαλέξει ακούσια τους ρόλους μας. Είχαμε τον αγοραφοβικό που το άγχος του για οτιδήποτε κοινωνικό βαρούσε κόκκινο, είχαμε τον οργανωτικό που είχε ήδη στο μυαλό του το βέλτιστο τρόπο που θα χωριστούμε για να στηθούμε όσο λιγότερη ώρα γίνεται στους πάγκους των τυριών και είχαμε και το παιδί, που αν χωρούσε θα το βάζαμε σε αυτή τη μωροθήκη που έχουν τα καρότσια. Ομάδα Φωτιά.
Ο διάδρομος από το πάρκιν ως την είσοδο ήταν στρωμένος με σύννεφα. Τα βλέμματα που ανταλλάζαμε είχαν συνεχώς την έκπληκτη έκφραση “τι μαστούρα είναι αυτή ρε μαλάκα;”. Το σούπερ μάρκετ ήταν ένα πεδίο μάχης. Κερατσινιώτες και κερατσινιώτισσες κάθε είδους, κάθε ηλικιακής βαθμίδας περπατούσαν προς κάθε κατεύθυνση ψωνίζοντας κάθε μαλακία. Α, και όλοι αυτοί με καροτσάκια. Έπρεπε να είμαστε χειρουργικοί με τη διαδικασία, αλλιώς κινδυνεύαμε να χάσουμε το μυαλό μας. Να παγιδευτούμε στο Βασίλειο των Σκιών. Απαιτούνταν οργάνωση και εμπιστοσύνη στο πλάνο. Συγχρονίσαμε τα ρολόγια μας και βγήκαν τα φύλλα πορείας: “Κύριος Κίτρινος με Κυρία Μωβ παίρνει αριθμό στα τυριά, Κύριος Καφέ περιμένει στα κρέατα για δύο κοτόπουλα κομμένα”. “Ομάδα;” “Φωτιά”. “ΟΜΑΔΑ;” “ΦΩΤΙΑΑΑΑ”. Χωριστήκαμε.
“Κάποιος κύριος έχει παραγγείλει δύο κοτόπουλα κομμένα;” ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν βγήκα από τις σκέψεις μου. Έγνεψα αόριστα προς τα εκεί που άκουσα τη φωνή. Ο τύπος φορούσε αυτό το αλυσιδωτό γάντι που φορούσαν στο μεσαίωνα και με κοίταζε σα να του σκότωσα τη μάνα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει που αυτός ο ιππότης των κομμένων πουλερικών με έψαχνε. “Σκατά, πρέπει να βιαστώ, η ομάδα μου μπορεί να με χρειάζεται”, σκέφτηκα.
Η ομάδα μου είχε το τυρί. Οι πάγκοι για το κίτρινο (κατά κάποιους απλά “τυρί”) και το λευκό τυρί (κατά τους ίδιους “κασέρι”), ήταν λέει διαφορετικοί και άρα και οι αριθμοί προτεραιότητας και ενώ πήραν τον έναν ήθελαν τον άλλον και τελικά δεν κατάλαβα, αλλά ήμασταν ξανά μαζί, αυτό είχε σημασία, ενωμένοι σα μια γροθιά στο στομάχι του Άδωνι. Ομάδα Φωτιά.
Οι βετζετέριανζ; Θα έρχονταν στο μπάρμπεκιου σε ασαφείς αριθμούς που κυμαίνονταν από έναν μέχρι δέκα και έπρεπε να ταϊστούν αναλόγως. Και εμείς είχαμε μόνο κομμένα κοτόπουλα και κάτι τυριά (ή κασέρια, δε θυμάμαι). Δεν υπήρχε μέση λύση έπρεπε να πάρουμε καλού κακού εκατό πακέτα μανιτάρια. - “Μαλάκα δε με έχει αφήσει καθόλου”, - “Γάμησέ τα, είμαι τίγκα, δεν ξέρω πως θα πληρώσουμε”. Και κάνα καρότο για σαλάτα και τομάτες, και αγγούρια. “άμα πάρουμε τομάτες και αγγούρια τι να το κάνουμε το καρότο;”. -“Και πιπεριές και πιπεριές, τις ψήνουμε στη σχάρα.”. Σύγχυση.
Περιμέναμε να ζυγίσουμε κάτι λεμόνια όταν με πλησίασε μια φιγούρα που περπατούσε εντελώς στην κλωστή μεταξύ γνωστής και άγνωστης φάτσας. “Θεέ μου, να δεις που θα μου μιλήσει” σκέφτηκα. Μου μίλησε. Βασικά με χαιρέτησε από μακριά με ονοματεπώνυμο. Ένιωθα τα βλέμματα των συντρόφων μου καρφωμένα στην πλάτη μου, μου έδιναν δύναμη, μου έστελναν ενέργειαααα . -“Τι κάνεις Γιάννη; Τι λέει;”. -“Ξέρω ‘γω; καλά.”. Δεν είχα ιδέα ποιός ήτανε. Μέχρι και σήμερα δε μπορώ να καταλάβω που τον ξέρω. Είμαι σίγουρος πως υπάρχει στον μωσαϊκό της ζωής μου αυτή η φάτσα, αλλά ποιός στο μπούτσο ήταν; Δε θυμόμουν όνομα, ιδιότητα, συνθήκη που τον γνώρισα, τίποτα. Που να με σκότωνες δε μπορούσα να θυμηθώ. Μόνο φάτσα. Και ήμουν πολύ, μα πολύ, μαστουρωμένος για αυτό που συνέβαινε. -“Για πες, τι κάνουν τα παιδιά;”. Ποιά παιδιά; Γαμώ το σπίτι, τι μου λέει; Καταραμένε σαββατιάτικε Σκλαβενίτη, δε γίνεται να μην πετύχεις γνωστό ποτέ σ’ αυτό το μέγαρο του καταναλωτισμού. Έπρεπε να κερδίσω χρόνο: -“Μια χαρά είναι όλοι.” έπρεπε κάτι να πω. Σκάναρα γρήγορα γύρω μου. “Εσύ τι λέει; τι κάνεις εδώ; ήρθες να πάρεις…” , τα μάτια μου έπεσαν στο καλάθι του, “… μπισκότα;”. Το καλάθι του ήταν τίγκα μπισκότα. Μόνο μπισκότα. Παπαδοπούλου γεμιστά, Αλλατίνη, Όρεο, πτιμπερ, ο τύπος είχε πάρει όλο το διάδρομο. Δε μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε. -“Όχι έχω έρθει με τον πατέρα μου, που ψωνίζει τα υπόλοιπα”, έδειξε αόριστα ένα μπάρμπα. “Για πες, βλέπεις κανέναν απ’ τους δικούς μας;”. Με γάμησε. Αν παίζαμε σκάκι είχα χάσει πύργο ή βασίλισσα, ανάλογα πως θα έπαιζα. Ποιοί είνα οι δικοί μας; Ξαφνικά συνειδητοποίησα δύο πράγματα. Πως έπρεπε να ζυγίσω τα γαμημένα τα λεμόνια για να πλύνουμε τη σχάρα για το αυριανό μπάρμπεκιου, οπότε ο μικρόκοσμος που είχα μπει δε με εξυπηρετούσε και πως η υπόλοιπη Ομάδα Φωτιά ήταν ακόμα πίσω μου και ήλπιζε σε κάτι. Τα μάτια μου έπεσαν στα λάχανα, πίσω του. Σκέφτηκα πως αν συνεχίσω να κοιτάω τα λάχανα και δεν ξαναπαντήσω λογικά θα φύγει. Πράγματι, ο χρόνος σταμάτησε να περνάει σαν αποτριχωτική ταινία από το μέσα μέρος του ποδιού μου. Μετά από λίγο ο τύπος χαιρέτησε και έφυγε. Τον γκόσταρα. Αυτό που άλλοι κάνουν στο τίντερ εγώ το έκανα άηαρελ. Ατσίβμεντ ανλόκ, πρες Έφ φορ ρισπέκτ. Τα λεμόνιααααα.
Δεν ξέρω γιατί επιμένω να λέω πως την χρεωστική μου τη βρήκα στο δρόμο σε όλους τους ταμείες έβερ. Μα το θεό. Βασικά το αφήνω να εννοειθεί πονηρά, λες και νοιάζεται κανένας. Λες και το είχε νταλκά να πούμε. Σακουλιάζαμε τσάτρα-πάτρα, σε άτακτη φυγή. Ανασυνταχθήκαμε στο πάρκιν. Στο δρόμο για το σπίτι καταλήξαμε πως δε μπορούσαμε να πιστέψουμε πως αυτό το μπλιμπλίκι το αγοράσαμε με απόδειξη, από μαγαζί με ΑΦΜ, ράφια και τέτοια. Θα έπρεπε να το σπρώχνει κάποιος σαραντάχρονος αμούστακος λιμοκοντόρος περιπτεράς που θα ήταν φτυστός με τον Λες Κλέηπουλ στο “Μάη Νέημ ιζ Μάντ” . Κι όμως, το πήραμε από έναν τυπάκο πολύ τσίλικο, με καθαρή μπλούζα και κομμένα νύχια ποδιών. Τίποτα δε μπορούσε να μας προϊδεάσει. Είχαμε “Παντελή άγνοια κινδύνου”. Και μ’ αυτήν την ατάκα, το ονομάσαμε “Παντελή”.
Ο Παντελής μας κράτησε παρέα ένα τρίμηνο γεμάτο, με ανεξάντλητες συγκινήσεις, γιατί όταν γνωριστήκαμε κάπως πιο καλά, κάθε ρουφηξιά δεν ήταν ένα χαστούκι μαστούρας, όπως στην αρχή, αλλά ένα χάδι, το απλωμένο χέρι του γονέα 3, που έκλεινε μέσα του το δικό σου, για να σε περάσει με ασφάλεια το δρόμο, απ’ την πραγματικότητα σε μια ανάλαφρη ευφορία. Και πράγματι. Όσες φορές ήπιαμε Παντελή ούτε ένας δεν μπαντρίπαρε, ούτε ένας δε λιγοθύμησε, ούτε ένας δε βάρεσε ντάγλες απ’ αυτές που λύνονται με “γρήγορα ρε παιδιά, κάτι γλυκό” και νερό στο σβέρκο. Ο Παντελής ξηγιόταν πάντα σπαθί. Πάντα αλφάδι. Σχεδόν δεν υπήρχε λόγος να μην τον έχεις πάντα στην τσέπη. Δεν υπήρχε λόγος να μην είσαι συνέχεια μαστουρωμένος.
Κι όμως, υπήρχε λόγος που άργησα να ανακαλύψω, και ήταν η επόμενη μέρα… Η επόμενη μέρα ήταν μια ματαιόητα, μια πλάνη. Ο Παντελής σε άφηνε χειρότερα και από το κορίτσι σου στην επέτειό σας. Εγώ προσωπικά δε χωρούσα πουθενά, δεν ταίριαζα σε τίποτα. Ένιωθα χαζός σαν τον καθυστερημένο απ’ τον Αστερίξ στην Κορσική (αυτόν που “μέχρι να του δώσεις κάτι να καταλάβει είχες όλο το χρόνο να σκοτώσεις ένα γάιδαρο πετώντας του φρέσκα σύκα”), προκλητικά άχρηστος, σα γκλόρυ χολ στις τουαλέτες της στέγης γράμματων και τεχνών του Ωνάση, κακόκεφος σα να χτύπησα το μικρό μου δαχτυλάκι στη γωνία του κρεββατιού πριν λίγο, αλλά όλη μέρα, και γενικά σα να περιμένω για εξακρίβωση στον 6ο όροφο στη ΓΑΔΑ. Ο Παντελής ήταν μερικά κουμπιά μακριά, και αν τα πατούσα θα ερχόταν, σα τζίνι, σαν κάρτα “βγες απ’ τη φυλακή”, θα με έπαιρνε και θα άρχιζα πάλι να ακούω τους ήχους πολύ καθαρούς και τις μυρωδιές όλες γαμάτες. Αλλά η μεθεπόμενη μέρα θα ήταν σα να με έχουν τρίψει σε εκείνο το πλαστικό μηχανηματάκι που του έβαζες κομματάκια τυρί και τα έτριβε με μια μανιβέλα.
Αυτό το γαϊτανάκι της μαστούρας/ξενέρας μου έφαγε μερικές βδομάδες. Δε φταίει ο Παντελής, εγώ φταίω. Δεν του χρεώνω τίποτα, είμαι μεγάλο παιδί. Τελικά, αραιώσαμε τις σχέσεις μας, κρατώντας κάποια επαφή. Είχα κάνει έναν καινούργιο φίλο.
Μερικοί άνθρωποι δε μπορούν να καταλάβουν πως θα ήταν καλύτερα να είχαν μείνει στις εκπομπές απ’ τα κανάλια που βάζαμε πάντα μετά το 10 στα τηλεκοντρόλ, πουλώντας βιβλία ή επιστολές του Χριστού ή πολυβιταμίνες. Θες η ματαιοδοξία, θές μια στρεβλή άποψη για την προσφορά “στα κοινά”; μήπως ξεπούλησαν και τα βιβλία; δεν ξέρω τι τους τη γκάρφωσε πάντως, και ασχολήθηκαν με την πολιτική. Και από βιβλιοπώλες γίνανε υπουργοί υγείας και τέτοια. Κάποιος λοιπόν, καλοθελητής σίγουρα, πήγε και το σφύριξε σ’ αυτές τις λαμπρές προσωπικότητες, ότι μερικοί φωτισμένοι τύποι, παίρνουν το THC, του κουμπώνουν δύο υδρογόνα (όπως θα διαβάσετε και στο σάητ με το υπέροχο όνομα Ξυπνήστε Ρε - δεν κάνω καν πλάκα) οπότε και το μασκαρεύουν απ’ το νόμο, το πουλάνε στα μαγαζιά, και μαστουρώνει ο κοσμάκης νόμιμα, λαϊκά και ωραία, με 10 ευρώ το τζι, σα να ήταν στον Πειραιά κατά το μεσοπόλεμο.
Έξαλλοι νομοθέτησαν οι πρώην τηλε-πωλητές, εναντίον του Παντελή και έτσι πήγε κι αυτός να προσέχει τον άλλο Παντελή. Εν μία νυκτί εξηφανίσθει από προσώπου γης, αυτό το μικρό παράθυρο στη χαρούμενη μεριά του κόσμου, αναγκάζοντας τους πιστούς του ακόλουθους (εξ αυτών κι ο υποφαινόμενος) να γράψουν μερικούς δακρύβρεχτους επικήδειους.
“Αντίο Παντελή, θα είσαι για πάντα στην καρδιά μας. Χαρήκαμε που πέρασες απ’ τη ζωή μας.”