Μια ενδοσκόπηση για τον Παππού
Ένα παλιό ρολόι στον απέναντι τοίχο έδειχνε κοντά 11. Από εκείνα τα ρολόγια, σε σχήμα κουκουβάγιας που μπορούσε να συναντήσει κανείς στα ’90s, με κίτρινα μάτια που σε κάθε δευτερόλεπτο στρέφονταν δεξιά ή αρστερά, ανάποδα από εκεί που είχαν στραφεί στο προηγούμενο δευτερόλεπτο. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος, και η ώρα μου έδειχνε πως έπρεπε σιγά-σιγά να φύγω. Ίσως ο μόνος λόγος που επιτρεπόταν να είμαι έξω από το σπίτι τέτοια ώρα - ήμουν κοντά 6 ή 7 χρονώ - ήταν πως ήμουν στον παππού το Στέλιο. Στο σπίτι ακριβώς κάτω απ’το δικό μου, στην ίδια, οικογενειακή, πολυκατοικία. Ο παππούς ήταν δίπλα μου και κάναμε ότι κάναμε πάντα όταν πήγαινα σπίτι του - λύναμε σταυρόλεξα.
Βασικά, όχι μόνο σταυρόλεξα. Βρίσκαμε τις διαφορές σε εικόνες, λύναμε σκανδιναβικά, απαντούσαμε κουίζ με πρωτεύουσες χωρών και γενικώς απαντούσαμε ότι μπορεί να βρει κανείς σε αυτά τα περιοδικά που φέρουν αναγκαστικά τη φωτογραφία ενός ημι-διάσημου στο εξώφυλλό τους, χρησιμποιώντας το όνομά του σα λήμμα σε κάποιο γρίφο των πρώτων σελίδων. Ήταν μια διαδικασία ευλαβική, μια συνήθεια αργόσυρτης χαράς, αλλά και κάποιας αναστάτωσης για μένα, γιατί το σπίτι του παππού και -κυρίως- εκείινη η κουκουβάγια απέναντι με τα κίτρινα μάτια, μου δηιουργούσε εκείνον το φόβο που έχει τις ρίζες του στη σκοτεινή μεριά της παιδικής φαντασίας.
Ο παππούς ήταν μια ιδιαίτερη φιγούρα. Κομμουνιστής, που μεγάλωσε στη Δραπετσώνα, πολέμησε στο Γράμμο με τον ΕΑΜ, έκανε οικογένεια και τρία παιδιά (ένα εξ αυτόν η μάνα μου) με τη γιαγιά (όχι αυτή στο άρθρο - την άλλη), την οποία οικογένεια μεγάλωσε με το επάγγελμα του τσαγκάρη, εξέτρεφε παπαγάλους και καναρίνια επαγγελματικά, δεν ψήφισε ποτέ κάτι πέρα από ΚουΚουΕ και ήταν αρκετά κοντός, ώστε στη γαμήλια φωτογραφία του να βάλουν μπροστά του μερικά παρανυφάκια για να μη φαίνεται το σκαμνί στο οποίο ανέβηκε για να φαίνεται ψηλότερος απ’ τη γιαγια - πράγμα που συνέβαινε συχνά-πυκνά εκείνη την εποχή σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ένα άλλο πράγμα που νομίζω χαρακτήριζε τον παππού ήταν η εμμονή του με το μουνί. Μια εμμονή που δε μπορούσε να παραδεχτεί ποτέ και σε κανέναν στην οικογένεια. Ούτε στα 80φεύγα του, που τον γνώρισα εγώ, ούτε στην υπόλοιπη ζωή του, αφού έζησε σε μια κοινωνία που ήθελε το σεξ ντροπιαστική υπόθεση, οπότε οι γυναίκες δεν το δίνανε ούτε με αίτηση απ’ τα ΚΕΠ (άσε που δεν υπήρχαν καν ΚΕΠ τότε - πάλι καλά που υπήρχε τηλέφωνο), για να μην τις πουν “παστρικές”.
Είχε, λοιπόν, έναν καημό τόσο βαθύ, γιατί δε φαίνεται να φχαριστήθηκε ποτέ αυτό το πράγμα. Αυτό το πράγμα που στα θάουζαντς πια υπήρχε παντού, στην τηλεόραση, στον σινεμά, στα ρέηβ πάρτυ που έδειχναν οι ειδήσεις κι αυτός ήταν πολύ γέρος πια για να το προσσεγγίσει, πόσο μάλλον να το απολαύσει. Και του έμεινε απωθημένο, ένα μαράζι τόσο πικρό και υποδόριο, που αν πρόσεχες πολύ καλά, ίσως το έβλεπες και στα μάτια του.
“Όταν η γυναίκα μεγαλώσει, ο κόλπος της γίνεται πιο στεγνός”, μου είχε πει σε κάποια άκυρη φάση, ενω ήμουν κάπου στα 12. Ήξερα ήδη πως ακριβώς γίνονται τα παιδιά από πολύ μικρότερος, είχα και την πρώτη μου οπτική επαφή με το θέμα, σε βιντεάκια που πηγαινοφέρναμε με υπέρυθρες στα κινητά μας, στα πούλμαν, στις σχολικές εδρομές. Καταλάβαινα ακριβώς, λοιπόν, τι μου είχε πει, αλλά δεν είχα καταλάβει τότε γιατί να μου πει κάτι τέτοιο. Όπως το ερμηνεύω τώρα φαίνεται πως ήταν κάτι ανάμεσα σε συμβουλή (του στυλ: “κάνε ότι μπορείς και όσο προλαβαίνεις” - αγωνιώδης συμβουλή που έχω ακούσει αμέτρητες φορές, ακόμα και από τον τύπο που αγόραζα αυγά στη λαϊκή των Εξαρχείων) και προσωπική του παρατήρηση. Τώρα που τα βάζω κάτω καταλαβαίνω πως αυτό συμπέφτει με τη φάση που είχε γνωρίσει την κυρία Δέσποινα…
Η κυρία Δέσποινα ήταν η φίλη του. Ο παππούς ήταν χήρος ήδη 10 χρόνια, στα ΚΑΠΗ γνώρισε την κυρία Δέσποινα και τα φιάξανε. Πήγαιναν μαζί εκδρομές με τα ΚΑΠΗ, πήγαινε σπίτι της και έμενε μερικές μέρες, ερχόταν και αυτή στο δικό του που και που. Καταλαβαίναμε πως είχε την επίσκεψή του, όταν δεν απαντούσε στο κουδούνι και η πόρτα του ήταν κλειδωμένη με το κλειδί από πίσω.
Ο παππούς ήταν στα καλά πατημένα 80 εκείνη την περίοδο. Η οικογενειακή μας φαρμακοποιός είχε πληροφορήσει τη μάνα μου πως ψώνιζε χάπια για τη στύση. Ο παππούς, λοιπόν, γαμούσε. Και απ’ όσο φαίνεται, τον στεγνό κόλπο της κυρίας Δέσποινας. Αυτό βέβαια είναι μια εικόνα που ποτέ δεν έβαλα το μυαλό μου να δημιουργήσει. Μια άλλη εικόνα που επίσης δεν δημιούργησα είναι τον παππού να χαζεύει τα πορνό DVD που μάζευε από τις εφημερίδες.
Δεν ξέρω τι ακριβώς σχέση είχαν, μιλούσαν όμως συχνά στο τηλέφωνο, ίσως για ώρες. Ποτέ δεν κατάλαβα τι έλεγαν, δεν έμαθα, δε ρώτησα κιόλας. Αυτό που ξέρω είναι πως όταν το έκλειναν, πολύ συχνά μονολογούσε χαμηλόφωνα: “Ρουφιάναααα…”
Όλα πήγαιναν καλά, εγώ πήγαινα και έλιωνα στα ίντερνετ καφέ μετά το σχολείο σε Defense Of The Ancients (εκείνο το map του Warcraft 3) , ξεχνώντας και την τσάντα μου εκεί μερικές φορές, η μάνα μου δούλευε ασταμάτητα και γύριζε ταυτόχρονα πιο τσαντισμένη απ’ το Χούλκ και πιο κουρασμένη απ’ το γαϊδούρι στον Γουίνι δε Που και ο παππούς πήγαινε εκδρομές με τα ΚΑΠΗ μαζί με την κυρία Δέσποινα. Γυρνώντας, πάντα μας έφερνε κάποιο μικρό δώρο. Στην αδερφή μου, τη μάνα μου και εμένα. Κάτι που θα του πουλούσαν από πανέρι, παιδάκια συνήθως καφετί χρώματος, τύπου έναν Ευχούλη , ένα πήλινο ή πλαστικό πουλάκι που του βάζεις νερό και κελαηδάει όταν φυσάς μέσα του , έναν κουμπαρά μικρό με λουκέτο και τέτοια μικρομπιχλιμπίδια.
Τα δώρα όμως άρχισαν σταδιακά να μεγαλώνουν και να παραξενεύουν. Μια φωτογραφική μηχανή με φίλμ και φλας (τώρα το ‘10, που ήδη δε σου δίνανε φίλμ αν δε φορούσες κασκόλ, δεν είχες κρεμασμένη αναλογική μηχανή στο λαιμό και ύφος του στυλ - θα σου εξηγούσα ακριβώς τι είναι το ISO αλλά σνομπάρω) ήταν αυτό που με πρωτο-θορύβησε. Η μάνα μου είχε επίσης κάτι ψιλιαστεί… Ο παππούς πήγαινε τις εκδρομές του, αλλά όταν γυρνούσε ήταν καθηλωμένος στο κρεββάτι, μια φορά πήγε να βάλει και φωτιά στο σπίτι με το μπρίκι του καφέ, μια άλλη φορά έβαλε κάτι τυροπιτάκια στο μικροκυμάτων για καμιά ώρα και τα εξαϋλωσε και γενικά αν ο παππούς ήταν αυτοκίνητο θα είχαμε αρχίσει να ακούμε το δισκοπλατό του κάθε φορά που θα βάζαμε την όπισθεν, τον ιμάντα του κάθε φορά που θα το βάζαμε μπρος, το δεξί του φλας δε θα έπαιζε και σίγουρα θα είχε κάποια διαρροή στα ηλεκτρολογικά του.
Φέραμε το μηχανικό στο σπίτι, λοιπόν. Έναν ψυχίατρο που κάπνιζε ασταμάτητα, είχε καλαματιανή προφορά και βρωμούσε ιδρωτίλα. Κοίταξε το δυναμό και το υγρό φρένων και απεφάνθει πως ο παππούς έχει αρχή γεροντικής άνοιας. Μας έγραψε κάτι αυτοκόλλητα, που ο παππούς έπρεπε να θυμάται να κολλάει στο μπράτσο του - που παραδόξως το θυμόταν μια χαρά, και όλα καλά.
Όλα καλά εκτός απ’ τον παππού όμως, ο οποίος δεν ήταν και τόσο καλά. Ήταν στενοχωρημένος. Eκοψε λίγο και με τις εκδρομές των ΚΑΠΗ, χαλάρωσε και η σχέση του με την κ. Δέσποινα. Και έτσι ξανάρθε ο μηχανικός. Όταν του είπαμε για την φωτογραφική μηχανή κα τους ευχούλιδες το σακουλεύτηκε… Ο παππούς είχε μεν άνοια, αλλά είχε και κατάθλιψη. Και τα κόλπα που είχε βρει για να νιώθει λίγο καλύτερα, κατά τον γιατρό, ήταν δύο. Το ένα ήταν να μας ψωνίζει πράγματα. Γιατί, κατά τον γιατρό πάλι, όταν κανείς προσφέρει σε κάποιον κάτι, παίρνει πιο πολύ χαρά απ’ το να ψωνίζει για τον εαυτό του. Και αυτό ο παππούς το είχε υποσυνείδητα καταλάβει και το έπαιζε μπάλα για χρόνια. Ο άλλος τρόπος ήταν το γαμήσι. Το χρησιμοποιούσε μπας και νιώσει λίγο καλά, πάλι υποσυνείδητα. Ρε τον παππού…
Ο παππούς, λοιπόν, πέθανε όσο εγώ έκανα μια ράντομ βόλτα στη Βαρκελώνη , αλλά τα κουσούρια του τα βρίσκω μέχρι σήμερα πάνω μου (ή έστω μέχρι πρόσφατα). Και δε με συγκινούν ούτε τα σταυρόλεξα, ούτε τα δώρα και τα σουβενίρ…