Για ένα (αν)ελεύθερο περιστέρι
Ήρθε ένα περιστέρι. Έτσι όπως έπινα καφέ. Το κοίταξα ανόρεχτα. Είχα δουλειές να κάνω: να καθαρίσω το σπίτι, να πάω λαϊκή. Είχα και ένα ραντεβού για ΚΤΕΟ πιο μετά.
Ήταν μετρίως ξεπουπουλιασμένο και αδιάφορο. Θύμιζε σύμβολο της ειρήνης όσο η γιαγιά μου θύμιζε τις φωτογραφίες της. Όμως κάπως περίεργα περπατούσε…
Τα περιστέρια δεν πάνε όπως τα σπουργίτια. Τα σπουργίτια δεν περπατούν - πηδούν με ένα ρυθμικό “χοπ-χοπ” που σου φτιάχνει τη διάθεση αν το κοιτάς - ό,τι και να σου συμβαίνει. Ε, τα περιστέρια δεν πάνε έτσι. Τα περιστέρια περπατούν. Το ‘να πόδι, μετά τ’ άλλο, μετά ξανά το ‘να πάλι. Το μόνο αξιοσημείωτο στο περπάτημα τους ίσως είναι το μπρος-πίσω του κεφαλιού τους που συγχρονίζεται στα βήματα, αλλά δεν είναι χαρωπό, ούτε καν ιδιαίτερο. Είναι όπως εμείς κουνάμε ρυθμικά τα χέρια μας βαδίζοντας, μόνο και μόνο επειδή μας κρέμονται.
Το περιστέρι αυτό όμως έκανε μικρά κοφτά βηματάκια, που μου τράβηξαν αόριστα την προσοχή μέσα στο ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι. Ήταν αρτιμελές, οπότε δε με ανάγκασε σε κάποιο αηδιαστικό θέαμα ακρωτηριασμένου άκρου, ενώ τέτοια θεάματα δεν είναι σπάνια στα περιστέρια της πόλης. Η ιδιαίτερότητα στο βάδην του είχε να κάνει με ένα κομμάτι χοντρό σπάγγο. Το εν λόγω κομμάτι είχε μυστηριωδώς καταφέρει να τυλίξει και τα δύο του πόδια. Ίσως είχε ακόμα, μπορούμε να πούμε, “δεθεί”. Όμως δεν το ανάγκαζε σε πολύ μικρά βασανιστικά βήματα, αλλά σε σχεδόν όσο μεγάλα θα έκανε έτσι κι αλλιώς, και έτσι, το περιστέρι δεν έδειχνε να υποφέρει, πράγμα που με ανακούφισε μέσα στην αδιαφορία μου. Έτσι, αργά, λοιπόν, άρχισα να λύνω το φερμουάρ της τσάντας μου.
Πάντα κουβαλάω μια τσάντα πλάτης. Περιέχουσα πράγματα στη γενικότερη κατηγορία του βιβλιοχαρτοπωλείου, όπως κάνα βιβλίο να μου περνάει την ώρα ενώ βρίσκομαι σε σταθερή τροχιά ή σε καφετέριες, το παρόν τετράδιο, ένα λάπτοπ όπως κανείς κουβαλάει σουγιά, και εκείνη τη μέρα κάπως μυστηριωδώς, και ένα ψαλίδι. Αόριστα λοιπόν, ψαχούλεψα για το ψαλίδι, ανόρεχτα σκεφτόμενος ένα σχέδιο για να ελευθερώσω το πουλί από τα δεσμά στα οποία άγνωμα είχε υποβάλλει τον φτερωτό του εαυτό.
Γρήγορα, και πριν καν βρω το ψαλίδι, εγκατέλειψα την ιδέα, το μεγαλόπνοο εκείνο σχέδιο, καθώς συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει σύμπαν όπου το περιστέρι θα πλησίαζε αρκετά, ή θα άφηνε εμένα να το πλησιάσω, ώστε να του κόψω αυτό το σπαγκάκι που πεισματικά του ‘μπόδαγε τα πόδια.
Μια άλλη ανάγνωση είναι πως δε δυσανασχετούσε αρκετά, ώστε να αναγκαστεί απέλπιδα να ρισκάρει να παραδώσει τη ζωή του σε μένα, αφήνοντάς με να το προσεγγίσω - πόσο μάλλον με ένα ψαλίδι… Ίσα-ίσα που νά ‘το! Έκανε ήδη ένα ξένοιαστο αμμόλουτρο, ή ακριβέστερα “χωματόλουτρο” ή διασκέδαζε την πιθανότητα να ήταν ίσως τελικά γουρούνι.
Στο ΚΤΕΟ μου βρήκαν ελάχιστα πράγματα, η λαϊκή είχε μερικές πολύ εύμορφες πιπεριές και το σπίτι συγυρίστηκε επαρκώς, έτοιμο για νέες δόξες. Όμως οι παράγωγες σκέψεις αυτού του περιστεριού με κράτησαν απόντα όλη μέρα, οπότε τις παραθέτω εδώ…
Πώς έσπευσα να σώσω έτσι κάποιον που δε χρειαζόταν σώσιμο. Δεν το επιζητούσε, ούτε έδειξε στιγμή δυσαρέσκειας.
Πώς αναγνώρισα την καταδίκη του περιστεριού να εξακολουθεί δεμένο, μόνο και μόνο από δική του ξεροκεφαλιά, ενώ εγώ προσφέρθηκα να το λύσω. Πώς τα μέσα για την ελευθερία του είναι εκεί, αλλά απλώς δεν τα χρησιμοποιεί.
Και αφού, αν τεντώσουμε κάθε σκέψη, παίρνει υπαρξιακή (για να μην πω θεολογική) χροιά, αν εγώ - όπως το περιστέρι, δεν αντιλαμβάνομαι κάποια δική μου σκλαβιά, μήπως δεν αντιλαμβάνομαι και την ευκαιρία μου για ελευθερία που ίσως να είναι μπροστά μου.
Σήμερα στον καφέ μου ξανά ‘δα το περιστέρι. Περπατούσε ανέμελα και αδιάφορα κατά μήκος της υπαίθριας καφετέριας.