Η Ρόμπα
“Που μπορεί κανείς να βρει μια πράσινη, γυναικεία ρόμπα και με λέλουδα παρακαλώ, όντας (αυτό που λέμε) άντρας, που δεν έχει πατήσει ποτέ σε ρουχάδικα, που κρατάει όλα του τα ρούχα μέχρι να λιώσουν, που ψωνίζει μόνο από πανέρια λαϊκής και δεύτερο χέρι από πεταμένα μαγαζιά με μπόγους άσχετων υφασμάτων, αλλά και γειασου μαγαζάτορες;”
Αδύνατο να βρεθεί μια συνοπική απάντηση. Η λύση αυτού του προβλήματος φαινόταν να περιέχει αυτό που στους κύκλους των ανθρώπων που δε ζουν σε αυτο-υποβεβλημένο κοινωνικό αποκλεισμό, λέγεται “σόπιν”. Και αυτό είναι πιο πολύ μία διαδικασία παρά μια πράξη. Γιατί, αν η ρόμπα πρέπει να είναι απλώς πράσινη, τότε ΟΚ, μπαίνεις σε όλα τα μαγαζιά που βρίσκεις μέχρι να τη δεις κρεμασμένη. Τότε κοιτάς την τιμή, την αρπάς και την πας στα ταμεία. Την πληρώνεις, τη σακουλιάζεις και η ζωή συνεχίζεται. Αν όμως η ρόμπα πρέπει εκτός από πράσινη να φέρει και λουλουδάκια (κατά προτίμηση πολλών χρωμάτων) και να είναι κατά (δικιά μου) προτίμηση σατέν, τα πράγματα δυσκολεύουν. Γιατί αν πας στην ευγενική πωλήτρια του καταστήματος εσωρούχων (ως άντρας) και ζητήσεις μια “πράσινη σατέν ρόμπα με πολύχρωμα λουλουδάκια”, πιθανότητα θα σε κοιτάξει απορρημένη και ίσως να σου πει αυτό πο σκέφτεται, που λογικά θα είναι κάτι κοντά σε: “στον ύπνο σου την είδες χριστιανέ μου;” (η απάντηση θα είναι “περίπου”). Ίσως προσπαθήσει να σου πουλήσει καμιά άλλη ρόμπα, που είτε δε θα είναι πράσινη, είτε δε θα είναι σατέν είτε δε θα φέρει αρκετά λουλουδάκια.
Η σύμπτωση
Ένιωθα καιρό ότι χρειαζόταν μια ρόμπα. Αυτό το ήξερα και θα της την έκανα έκπληξη. Και ήμουν έτοιμος να πάω στα κλασσικά μου μαγαζιά, που μοιάζουν με το κάστρο του Τακέσι απ’ τα ρούχινα εμπόδια, να ψαχουλέψω με τις ώρες τις ντάνες, να σηκώσω την πιο ωραία ρόμπα, να πιάσω κουβέντα πιθανότατα με όσους ήταν εκεί, εξηγώντας με κάθε ευκαιρία τι θα την κάνω την εν λόγω ρόμπα, να την πληρώσω με χαρτονομίσματα (ή και κέρματα) και να φύγω νικητής.
Αυτό όμως δε συνέβη. Και δε συνέβη γιατί τη μέρα που θα ξεκινούσα αυτήν την υπέροχη μα συνοπτική μου περιπέτεια, με πήρε τηλέφωνο. Και - ώ του θαύματος - είχε δει (μεταξύ άλλων) μια ρόμπα στον ύπνο της. Μια ρόμπα πολύ συγκεκριμένη. Μια ρόμπα με προδιαγραφές. Πράσινη και με (ε)ξωτικά λέλουδα (το σατέν ήταν δική μου ιδέα - γιατί αν πρέπει κάτι να βρεθεί ανάμεσα σε μια κορδωμένη ρώγα και τα χείλια μου - το σατέν είναι η πρώτη μου επιλογή μετά το θαλασσόνερο).
Το σήμα ελήφθη, τα αστέρια ευθυγραμμίστηκαν και εγώ βρέθηκα σοβαρά εμβρόντητος απ’ τη σύμπτωση. Άκου εκεί να δει μια ρόμπα τη μέρα που θα της έπαιρνα μια ρόμπα. Αυτά δε γίνονται. Δεδομένου δηλαδή του ότι σε ένα όνειρο είναι κανείς λέφτερος να δει ότι στο μπούτσο θέλει (ένα ταμπόν και μια κλώσσα φερειπείν), να δει ακριβώς το χριστουγεννιάτικο δώρο του, δεν είναι και στα τοπ-τσαρτς των πιθανοτήτων. Ήταν σημάδι, και η ερώτηση ήταν μια: “που διά’λο θα βρω μια τέτοια ρόμπα;”
Το ταξίδι
Δεν είχα ιδέα. Περπάτησα, ανοιχτός στα ερεθίσματα, όλη την Ιπποκράτους. Μέχρι την Πανεπιστημίου. Τριγυρνούσα σα σκυλί μέσα στα πριτένσιους θριφτάδικα ζητιανεύοντας τη ρόμπα που θα με λύτρωνε. Που θα την έπαιρνα, θα ανέβαινα στους Αμπελόκηπους να πάρω τον μετροπόντικα για Χολαργάρα, να καθίσω στον καναπέ μου, που τα μόνα πράγματα που θα με σήκωναν απ’ αυτόν θα ήταν ο ντελιβεράς και το επεισόδιο Αμέηζιν Γόρλντ οφ Γκάμπολ που δε θα φόρτωνε με την πρώτη, μέχρι να το σφυρίξει και σήμερα ο διαιτητής της ζωής μου και να φτάσω μια ακόμα μέρα πιο κοντά στο θάνατό μου.
Όμως όχι. Πέρασα και την Πολιτεία, η οποία με κοίταξε με το κλασσικό ενοχοποιητικό της ύφος: “και δεν της παίρνεις ένα βιβλίο ρε παιδάκι μου, να ξενοιάσεις;”, μα αντί να πιάσω κουβέντα μαζί της (γιατί είχα επιχειρήματα, αλλά θα ξεκινούσε καβγάς: “της έχω πάρει, πάλι βιβλίο; φτάνει με την κουλτούρα, είδαμε που μας οδήγησε 10 χρόνια τώρα, ρόμπα θα της πάρω πάει και τελείωσε”), πέρασα την Ακαδημίας και σα να ένιωθα το επικριτικό βλέμμα εκείνου του φίλου με τα γυαλιά στην πλάτη μου. Παρ’ όλο που δεν τον έχω δει ποτέ να έχει τέτοιο βλέμμα.
Κάπου στη Σταδίου το είδα. Ήταν μεγάλο και έγραφε ZARA. Είχα ακούσει για αυτά τα μαγαζιά. Έχουν, λέει, σ’όλη την Ευρώπη. Εγώ κάπως το είχα συνδέσει ότι είχε και στη Λάρισσα. Επίσης κάπως έχω συνδέσει πως η Λάρισσα γράφεται με δύο Σίγμα - άλλο αυτό. Μπήκα μέσα και ένιωσα μάλλον όπως οι Μπλουζ Μπράδερζ όταν μπήκαν μέσα στο μολ : “ This place’s got everything ”. Ξαφνικά είδα τον κόσμο με άλλα μάτια. Σα να συνειδητοποιήσα που βρίσκουν τα ρούχα που φοράνε όλοι αυτοί που βλέπω στο μετρό στο “φτου ξελεφτερία” της μέρας. Όλοι αυτοί που στέκονται στην αριστερή στις κυλιώμενες, που στρίβουν το τσιγάρο με το φιλτράκι στα αριστερά. Που βγαίνουν Σαββατόβραδο στην Κολοκοτρώνη και πάνε για αφτερ στο Γκάζι. “Ώστε απ’ εδώ τα παίρνουν” μονολόγησα χαμηλόφωνα όσο αναρωτιόμουν που να ‘ναι οι ρόμπες. Πέμπτος - εσώρουχα. Το ταξίδι είν’ η ουσία, πήρα τις σκάλες.
Ένιωθα σαν κατάσκοπος εκεί μέσα. Ένα συναίσθημα που με ακολούθησε καθ’ όλη τη διάρκεια της μεσσαίου μήκους και χαριτωμένης μου περιπέτειας: “Δεν πρέπει να με καταλάβουν”. Ότι είμαι γενικά απρόσβλητος απ’ το καταναλωτικό πνεύμα. Ότι είμαι χαηλάντερ. Ότι είμαι 30 χρονώ και δεν ήξερα ότι υπάρχουν nipple covers μέχρι να ανέβω στον γαμο-πέμπτο. Μα καλά, κανείς δεν έχει διαβάσει εδώ μέσα τις καμπόησες που μελαγχολούν . Διάολε, γράφτηκε το ‘70φεύγα, δεν έχουμε δικαιολογία σαν ανθρωπότητα. Δεν είναι και το Όνομα του Ρόδου πια. Προφητικό σαν τους Σίμσονζ , αλληγορικό σαν τη Μπάγκαβατ Γκίτα . Να γιατί είχα να μπω χρόνια σε τέτοια μαγαζιά. Γιατί φορτώνω μηδέν-εκατό σε δευτερόλεπτα, χάνω τα σκατά μου και σκέφτομαι ότι να ‘ναι. Τέλος πάντων. Που ‘ν’ οι ρόμπες;
Είχε φλίς. Είχε και αυτές τις πλαστικοσατέν. Τς. Δεν είχε πράσινες. Ούτε λέλουδα. Είχε της παναγιάς τα μάτια, αλλά όχι αυτό που ήθελα. Δε ρώτησα την πωλήτρια. Κρατάω τις φαντασιώσεις μου για μένα γενικά. Δε μπορώ να πω τη λέξη “σατέν” χωρίς να νιώσω στα ακροδάχτυλά μου την αίσθηση των ανασηκωμένων πόρων ζεστού δέρματος να γλιστράνε από κάτω του. Κατέβηκα με τις σκάλες και έκανα βόλτα σε ολους ανεξαιρέτως τους ορόφους. Έτσι. Για την ολοκληρωμένη εμπειρία. Θυμάμαι μου ήρθε η αόριστη διάθεση να καπνίσω.
Νικημένος απ’ τη γνωστική ασυμφωνία βγήκα στο κρύο πλακόστρωτο της Κοραή. Για λίγο σκέφτηκα να πάω σινεμά (που είχε παραδίπλα). Η ταινία είχε ξεκινήσει και περπάτησα προς τα πίσω - προς την Ιπποκράτους. Το είχα προαποφασίσει. Δε θα πήγαινα στην Ερμού. Η Ερμού με τρομάζει αυτές τις χρονιάρες μέρες. Είναι σαν πεδίο μάχης χωρίς εχθρό.
Σταμάτησα ασυναίσθητα να βαδίζω λίγα μέτρα πέρα απ’ το μαγαζί της Άννας. Μα πως το είχα χάσει αυτό; Γύρισα και μπήκα μέσα. Εδώ είμαστε! Μια γλυκειά θείτσα σε ένα βεστιάριο, με ρούχα παντούγιαπαντού.
-“Τι ψάχνεις νεαρέ!”, μου αποκρίθηκε, σηκώνοντας το γελαστό κεφάλι απ’το τάμπλετ.
-“Μία πράσινη ρόμπα!”
-“Αντρική έτσι;”, μου είπε και σηκωνόταν.
-“Γυναικεία!”
-“Μάλιστα. Για το σπίτι ή για παράσταση”
-“Γενικά για το σπίτι, τώρα αν γίνει και κάποια παράσταση δεν ξέρω”
Αυτό ήταν. Συνδεθήκαμε. Πιάσαμε σήμα με το σόκιν χιουμοράκι των ‘90ζ. Πρέπει να πέρασα εύκολα μια ώρα εκεί μέσα, με τη θείτσα να ψάχνει ρόμπες μέσα στις ντάνες ρούχων, να μου δείχνει, να μη μου κάνουν και να λέμε διάφορα σκωπτικά σχόλια στο ενδιάμεσο. Ήταν σίγουρο ότι είχε διαβάσει τις καμπόησες που μελαγχολούν. Έχουν σαφή διαφορά τα μαγαζιά που ψωνίζει κανείς απ’ αυτά γιατί τα ρούχα έχουν ενδιαφέρον, από εκείνα που ψωνίζει κανείς γιατί “εκεί πάει κανείς όταν θέλει ρούχα”. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να είναι μια δική μου, πολύ συναισθηματικά φορτισμένη άποψη, που επιπλέον δεν άπτεται ικανοποιητικά της πραγματικότητας. Έχω αρκετές τέτοιες. Πράσινες ρόμπες με λέλουδα όμως δεν είχα ούτε μια. Αλλάξαμε τηλέφωνα και έφυγα. Γι’ αυτό δεν ξέρω ποιανών είναι ούτε οι μισοί απ’ τους αριθμούς που έχω στο κινητό μου. Ακριβώς γι’ αυτό.
Ο δρόμος για το σπίτι έφερε μπροστά μου το “Δαναό” στη Μεσογείων. Εκεί ήρθα αντιμέτωπος με φαινόμενα όπως το μακιγιάζ εκεί παραδίπλα απ’ τα μακιγιαζο-είδη. Είχα ακούσει ότι είναι δουλειά να βάφει κανείς τον κόσμο που μπαίνει μέσα σε ένα μαγαζί, για να διαλέγει τι μπογιές θα ψωνίσει, ποια χρώματα του πολέμου, τι διακριτικά ή τι καμουφλάζ θα τον συνοδεύουν στη μάχη για το ψωμί, για το ζευγάρωμα, για την κοινωνικοποίηση γενικότερα ή τα θρησκευτικά μυστήρια πάσης φύσεως, αλλά δεν είχα καταλάβει πόσο ευρέως διαδεδομένο είναι. Δυο-τρία κορίτσια μερεμέτιζαν μερικές οικονομικά εύρωστες κατοίκους του αγαπημένου μου προαστείου, ώστε να τις παίρνει λίγο πιο καλά η κάμερα που πιθανώς νιώθουν πως καταγράφει πρωταγωνιστικά τη ζωή τους, αναπάσα στιγμή, κάνοντάς τες κάποιο επίκεντρο. Μάλλον, το ίδιο επίκεντρο που κάνει εμένα η δική μου υποθετική κάμερα αν αφήσω το διαλογισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, σκέφτηκα όσο πήγαινα στη ρεσεψιονίστ και τη ρώτησα που είναι οι γυναικείες σόμπες. “Ρόμπες;” με ρώτησε καλοπροαίρετα, κουρασμένη για να γελάσει με το μαλακισμένο μου σαρδάμ και το γενικότερο παρουσιαστικό μου, σε στυλ: ψάρι έξω απ’ το νερό - δεν ξέρω γιατί είμ’ εδώ. “Στον τρίτο, εσώρουχα”, απάντησε πριν μιλήσω και σύρθηκα προς τ’ ασανσέρ. Δεν. Είχε. Πράσινες. Είχε μια κόκκινη σατέν, βέβαια, πολύ γουστόζικη, με φόδρα φλις από μέσα, για την οποία θα θυσίαζα τα τροπικά λέλουδα, αν υπήρχε σε πράσινο, αλλά μπα.
Η ανασύνταξη
Δεν περίμενα το τέλος εκείνης της μέρας να με βρει ξαπλωμένο στον καναπέ, με το κινητό ανά χείρας, να ψάχνω γυναικείες ρόμπες. Να χαζεύω για πρώτη φορά στη ζωή μου τους καταλόγους του Oysho, του Bershka, του Intimissimi και του Marks ’n’ Spencer. Ώπα. Γιακάτσεγιακάτσεγιακάτσε. Νά τη!
Ήταν η ίδια. Είχε όλα τα χαρακτηριστικά, όλες τις προδιαγραφές. Ήταν Η Ρόμπα. Και αυτά τα Marks ’n’ Spencer δεν ήταν ακριβώς μακριά. Ήταν στο Ψυχικό, εκεί στη Γκηφισσίας. Και άνοιγαν στις 9. Ο κύβος ερρίφθη. Ντάξει, μπορεί να πήγαινα και 9 και είκοσι. Ο Έρικ μου έκανε ποιοτική παρέα για κάνα μισάωρο και έπεσε αυλαία. Απότομα.
Η επόμενη μέρα
Τριανταέξι λεπτά με τα πόδια από το δημαρχείο του Χολαργού. Κάνα δεκάλεπτο να σηκωθώ απ’ το κρεββάτι. Κάνα πεντάλεπτο να ντυθώ και κάνα τέταρτο να νοικιάσω έναν καφέ και να φτάσω αυτό το δημαρχείο.
Το Ψυχικό είναι μια περιοχή ανησυχητικά όμορφη. Όλοι δείχνουν να είναι καλά στο Ψυχικό, σα να είναι σε διαφήμιση. Άσε που μόλις περάσεις απέναντι την Αποστολοπούλου προς τη Γκηφισσίας, σα να ακούγεται από παντού ανεπαίσθητα η μουσική των Σιμς (το 2 φυσικά) . Έχει πολλά και ψηλά δέντρα, βολικά δρομάκια και πεζοδρομάκια, πάρκινγκ παντού, ακριβά και όμορφα κτίσματα και αυτοκίνητα, καλοντυμένο κόσμο. Γενικά άλλη φάση.
Εγώ, είχα ξυπνήσει από σπόντα, και έσερνα το περιπετειώδες κουφάρι μου ανάμεσα στα τεθωρακισμένα σπίτια με τους φύλακες, που κάποια απ’ αυτά έχουν μέσα και προκατ εκκλησάκια παρακαλώ, ενώ ένιωθα, ούτε λίγο-ούτε πολύ, σαν τον πρωταγωνιστή απ’ τα παράσιτα . Γενικά το Ιμπόστερ Σύντρομ που βιώνει ο πειραιώτης μέσα μου σε αυτές τις γειτονιές είναι τόσο έντονο που νιώθω σαν τη Φωτούλα στο Νάητ Κλάμπ Τροπικάνα κάθε φορά που αναγκάζομαι να τις περπατήσω.
Κάπως κατέληξα στη Γκηφισσίας, βρήκα το Marks ’n’ Spencer, και μπήκα. Το στόρυ ήταν πια γνωστό: εσώρουχα, κάτω όροφος, σκάλες και τέτοια. Προσπέρασα τις φλις ρόμπες, τα κομπινεζον, τις υπερβολικά φαρδιές πιτζάμες, μέχρι που έφτασα στα παιδικά. Πουθενά η ρόμπα. Προβληματισμένος έκανα άλλη μα γύρα. Τα ίδια. Την υποψία μου επβεβαίωσε η πωλήτρια που με χάζευε να χαζεύω τα γυναικεία όλη αυτήν την ώρα: “ξέρετε, δε φέρνουμε όλους τους κωδικούς”.
Φίδια με ζώσανε. Τι ζήτησα πια; Μια πράσινη ρόμπα με λουλουδάκια. Καλά μου τα έλεγε η Πολιτεία, σκεφτόμουν από μέσα μου. Πλέον έβλεπα τα όριά μου. Και πλέον έβλεπε και η πωλήτρια πως έβλεπα τα όριά μου και προσφέρθηκε:
-“Να πάρω τηλέφωνο σε κάποιο άλλο κατάστημα να δω αν το έχουν;”
-“Ναι, οπωσδήποτε”, έγνεψα με την εναπομείνουσα αυτοκυριαρχία μου
-“Που να πάρω; να πάρω στο μολ;”
-“Δεν είναι μακριά αυτό;”
-“Όχι καλέ. Θα βγείτε στη Γκηφισσίας, θα πάρετε το 550 και ένα ταξί και φτάσατε” (νιώθω την ανάγκη να τονίσω πως ο διάλογος είναι αληθινός)
-“Μάλιστα. Κάπου αλλού;”
-“Στην Ερμού πιστεύω θα το έχουν.”
-"…"
Στην Ερμού δεν το σήκωναν. Που να το σηκώσουν, λογικά θα ήταν απασχολημένοι να πουλάνε πράσινες ρόμπες με λουλουδάκια, έτσι ώστε να έχουν τελειώσει όταν πάω. Η πωλήτρια προσφέρθηκε να κρατήσει το τηλέφωνό μου και να με ενημερώσει αν βρει κάποια άκρη. Ήθελε πολύ, αλλά πριν τις πω τα τελευταία ψηφία θυμήθηκε απ’ την εκπαίδευση της πως απαγορευόταν λόγω προστασίας προσωπικών δεδομένων (δεν κάνω καν πλάκα).
Πήγα αποκαρδιωμένος και δίχως σχέδιο προς την έξοδο. Είδα τη δεύτερη πωλήτρια να φτιάχνει ένα γιακά και να μου γνέφει ένα αόριστο “έχε γεια”. Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό, γιατί αν κάτι μπορεί να μάθει κανείς απ’ τις ιστορίες μου είναι πως θα μπλέξω όσους περισσότερους ανθρώπους μπορώ στο προσωπικό μου δράμα, έτσι - για τη φάση. Άλλαξα πορεία και πήγα ευθεία πάνω της. Περίμενα να τελειώσει με το γιακά και της εξήγησα. Λίγο η σύμπτωση, λίγο τα αγουροξυπνημένα μου μάθια, λίγο που περίμενα να φτιάξει το γιακά πριν φιάξει εμένα, με συμπάθησε. Άρχισε να παίρνει τηλέφωνο τους υπαλλήλους στην Ερμού. Απ’ το κινητό της. Βρήκε αυτόν που δούλευε στον όροφο εσωρούχων, την άκουσα να λέει τον κωδικό της ρόμπας, με ρώτησε και νούμερο. Με ρώτησε και όνομα. Το ένα το ήξερα, το άλλο το γιόλαρα. Είχε. Κάνει. Κράτηση. Την. Τελευταία.
Μετά από εναγκαλισμούς, “καλό ταξίδι” και άλλες ευχές πήρα μπούλο. Ήταν πια μεσημέρι. Επόμενη στάση: Ερμού.
Ερμού
Παρακαλώ να μη μας λέτε τι να κάνουμε", μονολογώ ανώριμα μερικές φορές, όταν ακούω αυτή τη ρατσίστρια με τα προσωπικά αντικείμενα. Μας ευχαριστεί κιόλας. Δε θα την πετύχω σε καμιά ομαδική εργασία; θα της δώσω τις πηγές γραμμένες σε κομφεττί, να τις συντάξει μόνη της. Τέλος πάντων, που έχουμε μείνει;
Το φαινόμενο Ερμού είναι σαν όνειρο μιας νύχτας με σαράντα πυρετό αυτόν τον καιρό για μένα. Κάτι μίκιμάου από ‘δω κι από ‘κει προσπαθούν να σ’ αγκαλιάσουν, κάτι μπάντες ινδιάνων, κάτι τύπισσες με τεράστια πλαστικά νύχια κάτι μπάτσοι με ποδήλατα. Δεν καταλαβαίνω πως έχουμε πειστεί πως αυτό είναι χαρούμενη ατμόσφαιρα. Αυτό είναι σα να προσπαθείς να κολλήσεις αγοραφοβία για να μην (ξανα)πας σχολείο.
Κάπου απέναντι απ’ τα Sephora ήταν μια εξαμελής μπάντα που έπαιζε την Ανδρομέδα του Θανάση. Εκεί είχαν μαζευτεί κάθε λογής άνθρωποι. Αλλά, το φαινόμενο που κέρδισε την προσοχή μου ήταν τα κορίτσια με τις τσάντες απ’ τα HM (έητσενέμ), τα Funky Buddha, και κάνα-δυό απ’ τα Tsakiris Mallas, που δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό πως κάπου είχα πετύχει τις φάτσες τους στα κάμπιν της Αμοργού. Και μου θύμισαν πόσο θαυμάζω τους ανθρώπους που κάπως έχουν υπό έλεγχο τις γνωστικές ασυμφωνίες που προκύπτουν ανάμεσα στην πίστη προς την αταξική κοινωνία (που έρχεται καλπάζοντας, απλά από πολύ μακριά) και τον καταναλωτισμό. Τους θαυμάζω όπως θαυμάζω τους ζογκλέρ που καταπίνουν σπαθιά ενώ είν’ απάνω σε μονόκυκλο. Χωρίς καμία επίκριση, με το έκπληκτο βλέμμα του “μα καλά, πως διάολο το κάνει;”.
Μπήκα στο μαγαζί που είναι αντικειμενικά τεράστιο. Πέμπτος - εσώρουχα, δουλεμένο στην προπόνηση. Στα ταμεία ένας χαμός, ουρά εφορίας. Έμεινα να χαζεύω πάλι τα αυτοκολλητάκια για τις ρώγες. Δε θα μπορέσω ποτέ να χωνέψω το βάθος της κοινωνικής παθογένειας που δημιούργησε αυτά τα πραματάκια. Θα προσπαθήσω όμως να την εξηγήσω, σαν εναλλακτικός ταξιτζής.
Δακρύβρεχτο φινάλε
Πρώτα απ΄ όλα δε μπορώ να πιστέψω ότι αυτά τα πράματα έχουν αμιγώς αισθητικό λόγο ύπαρξης. Δε μπορεί κανείς να πει ότι καλύπτουν μια “ατέλεια” του ανθρώπινου σώματος, γιατί αν ήταν έτσι θα είχαμε και σιλικόνη στο χρώμα του δέρματος να γεμίζουμε και την τρύπα του αφαλού, ή ένα σύστημα που θα έκανε τα αυτιά να μην πετάνε. Τολμώ, λοιπόν, να συμπεράνω πως κάτι σεξουαλικό παίζει εδώ. Υπάρχει κάποιος λόγος που δε θέμε τις γυναικείες ρώγες να πετάνε.
Το αντρικό βλέμμα, τώρα, από παλιά σφυρηλατημένο στη σεξουαλική στέρηση και στην αίσθηση πως ότι κοιτάζει σχεδόν του ανήκει, πέφτει πάνω στις γυναικείες ρώγες. Αντί να δούμε όμως, σαν κοινωνία (να πούμε), τι θα κάνουμε μ’ αυτούς, γιατί κοιτάνε τα κορίτσα απανταχού της γης σαν ξερολούκουμα, και τι ίσως να τους πούμε ή τι να τους κάνουμε (σαν κοινωνία πάντα) μπας και σταματήσουν κάπως να κάνουν από καφρίλες μέχρι γυναικοκτονίες, θα τους τη σκάσουμε κολλώντας σιλικονένια αυτοκόλλητα απά σε ανυποψίαστα βυζιά. Κι αυτοί θα πουν “ωχ αδερφέ”, όπως ο κλέφτης στη Ντόρα την Εξερευνήτρια και θα φύγουν. Θα αρκεστώ, λοιπόν, στο να πω πως, αντί να πούμε στους γιους μας, όταν τους πάμε βόλτα με το καροτσάκι, κάτι του στυλ: “Αυτά που έχει η κυρία και σ’ αρέσουν λέγονται βυζιά. Αν θέλει η κυρία, μπορείς να παίξεις μαζί τους, αλλά υπάρχουν σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο τόσα πράγματα, που δε θα πειράζει και τόσο αν δε θέλει”, λέμε στις κόρες μας “κρύψτε τις ρώγες σας απ’ αυτούς - με αυτά τα αυτοκολλητάκια - μόνο 6.99 το ζευγάρι”. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ήρθε η σειρά μου.
Δεν υπάρχει πιο συνομωτικό βλέμμα από αυτό που ρίχνει μια πωλήτρια γυναικείων εσωρούχων σε άντρα, αν δηλαδή το ρίξει και δεν έχει διαλυθεί απ’ το εννιάωρο. Σε μένα τό ‘ριξε γιατί πήγα μεσημέρι. Ήμουν τόσο φουρκισμένος όμως απ’ την προηγούμενη παράγραφο, απ’ τον σεξισμό, την πατριαρχία και όλα αυτά τα παρδαλά, που ήθελα απλά να φύγω. Να πάω κάπου ήσυχα να φανταστώ μια κοινωνία που το φύλο δε μπαίζει ρόλο σε τίποτα, που οι άνθρωποι γαμιούνται χωρίς ταρατατζούμ και αίσθηση ότι κάτι σημαντικό κάνουνε, και όλοι αράζουν στο χορτάρι και τη μπίνουνε. Βούτηξα την τσάντα με τη ρόμπα και στο ασανσέρ χάιδεψα λίγο το πράσινο σατέν. Ήταν τόσο μαλακό που μου έφερε δάκρυα. Γαμώτο. Είμαι άραγε κι εγώ ένας απ’ αυτούς;