έναν εφιάλτη στο δρόμο με τα Σαλβάρια
(ή “που θα βρω λίγη αγάπη, απ’την καλή ρε παιδιά”)
Εκεί που καθόμουν και αναρωτιόμουν πώς στο (μ)πούτσο γίνεται να χάσω τις παντόφλες μου μέσα σε 10 τετραγωνικά δωματίου ξενοδοχείου - την είδα. Η πόρτα του δωματίου ήταν μισάνοιχτη, και την ακολούθησα, ξυπόλυτος και μισοντυμένος γενικά - φορούσε σαλβάρι.
Πιο πέρα οι τύποι που καθαρίζουν τα δωμάτια φτερνίζονταν αίμα και ξερνάνε στις γωνίες. Με τόσα που είχα μελετήσει για αυτούς όσο έψαχνα τις παντόφλες, μου έκανε εντύπωση που είχαν ακόμα σφυγμό.
Ξυπόλυτος έφτασα μέχρι τα ασανσέρ. Το σαλβάρι είχε μια κοπέλα μέσα! Η οποία γύρισε και με κοίταξε, ούσα πλέον μέσα στο ασανσέρ (και μέσα στο σαλβάρι - εννοείται).
Εκεί που πήγα να της συστηθώ, να της πω τίποτα του τύπου:
“καλησπέρα, είμαι ο Γιάννης Μποχαλέχρας και αναρωτιόμουν ποιό είναι το μάντρα σου όταν διαλογίζεσαι πάνω στις τεράστιες κυκλικές μαξιλάρες σου” ή κάτι τέτοιο, αυτή πάτησε το κουμπί, και έτσι όπως έπαιρνα αυτή την ανάσα που ξέρεις ότι θα μιλήσω μετά, έκλεισαν οι πόρτες. όπως στις ταινίες ρε πούστη. Ακριβώς όπως στις ταινίες πάλι.
Δε βαριέσαι, λέω. “Χάσαμε τη μάχη, όχι όμως τον πόλεμο ακόμα!”. Πράγματι, τον πόλεμο τον έχασα πιο μετά, όταν κατάλαβα ότι η πόρτα του δωματίου μου είχε κλείσει, χωρίς να έχω κλειδί, και έπρεπε να πάω ξυπολυταρία στη ρεσεψιόν να ζητήσω άλλο.
Στη ρεσεψιόν ήταν μαζεμένες ένα σωρό χίπισσες. Ετοιμάζονταν για κάποια πεζοπορία ή κάτι τέτοιο. Και φορούσαν όλες σαλβάρια. Όταν λέμε όλες δεν εννοούμε 68%, Χ πάυλα ± s, κανονικές κατανομές και χωρίς βλάβη της γενικότητας. Εννοούμε ΟΛΕΣ.
Η ιστορία της πόρτας του ασανσέρ είχε ήδη μαθευτεί όμως. Οπότε όλες έπνιξαν ένα γέλιο όταν πέρασα δίπλα τους πηγαίνοντας στο γκισέ, όπως σε εφιάλτη.