Μια τζούρα για τη γιαγιά...
Το κρατάω ανάμεσα στο δείχτη και το μέσο και το βάζω στο στόμα, και το βγάζω κρατώντας το με το δείκτη και τον αντίχειρα, κάνοντας ένα μορφασμό, σα να δάγκωσα ακτινίδιο.
“Ωραιό πράμα”
Με το άλλο χέρι πιάνω μια μπύρα να πάει κάτω η καφτερή γέυση.
Η σκέψη μου πήγε καρφί στη γιαγιά μου, που πέθανε πριν 2+ χρόνια. Αμοντάριστη.
Την αγαπούσα πολύ τη γιαγιά μου. Αλήθεια. Πολύ αλήθεια. Με μεγάλωσε αυτή η γυναίκα (κόντρα στην πεποίηθηση της μάνας μου). Και επειδή με μεγάλωσε σε ύψος και ηλικία, επέμενε να με μεγαλώσει και σε πλάτος - ίσως για λόγους πληρότητας, πράγμα που δεν κατάφερε γιατί είχα καλό μεταβολισμό.
Μαζί με το μεγάλωμα πάνε και άλλα πράγματα λοιπόν, όπως μερικές πυρηνικές πεποιθήσεις, μερικές αυτόματες αντιδράσεις, μερικά σφιξίματα στη μπζυχή που είσαι σίγουρος ότι όλοι τα έχουν μέχρι να βρεθείς σε κάποιο χόστελ στη Γρανάδα ή στο Βερολίνο και να καταλάβεις ότι δεν είναι ακριβώς έτσι.
Τη θυμάμαι σε διάφορες καταστάσεις, να γίνεται έξω-φρενών, όταν στα 12 μου έπλυνα τα πιάτα ένα μεσημέρι - γιατί οι άντρες δεν πλένουν πιάτα, όταν στα 15 μου έβγαινα από το δωμάτιό μου πηδώντας από το παράθυρο στο πεζούλι (περίπου 1 μέτρο ύψος), όταν μιλούσαμε σιγά για να μη μας ακούν οι γείτονες, όταν μέτραγε τις μπουκιές του παππού μου - και αυτό με φέρνει στο θέμα.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, μία φορά. Μία φορά που είχε έρθει ένας γείτονας σπίτι, με ένα μπουκάλι τσίπουρο. Το μπουκάλι ήταν σε σχήμα σταυρού - με σταυρωμένο πάνω. Έκατσε λοιπόν στη βεράντα με τον παππού, στις πλαστικές καρέκλες που πουλάνε οι γύφτοι, ανοίξανε το τσίπουρο και ξεκινήσανε, σαν έτοιμοι από καιρό.
Σιωπηλά λοιπόν, έκατσε και η γιαγιά στο τραπέζι, όχι δίπλα στον παππού αλλά ούτε και μακριά. “Ε, γυναίκα, θα πιείς ένα ποτηράκι”, “άσε με ρε Γιάνñη καημένε μεσημεριάτικο”. Απτόητος ο παππούς, έκοψε μια (ν)τοματούλα με το σουγιά του, έβγαλε δυο ελίτσες, λίγο ψωμάκι που είχε ψήσει για παξιμάδι, και κύλησε.
Ανάμεσα σε ατάκες στο τραπέζι, τύπου “ε Παναγιώτη μου, αυτός θέλει και τον κώλο αφράτο και το μουνί ξυρισμένο”, και “ψηλό μουνί - καμαρωτό γαμήσι”, “Του κώλου τα εννιάμερα κι αυτός. Ξέρεις τι παναπει του κώλου τα εννιάμερα;” (δεν ήξερα τι “παναπει” και έμαθα πάααρα πολύ μετά), που εν τω μεταξύ με δίδασκαν πως δεν είναι ανάγκη να είσαι “κακός άνθρωπος” για να “βρίζεις”, η γιαγιά άγρυπνη και ζέα έκανε πολύ ήπιες γκριμάτσες αποστροφής (φάτσα ακτινίδιο) σε κάθε βρωμοκουβέντα, και σε κάθε ποτηράκι που έβαζε ο παππούς, και σε κάθε παπάρα που έκανε στο λάδι, μονολογούσε κοιτώντας τον (πάντα με τη φάτσα ακτινίδιο): “Αμααάν ρε καημένε”.
Κάποια στιγμή το πράγμα ήρθε στο σουπρέμουμ, ο γείτονας είχε πιάσει το μπουκάλι και το κρατούσε πάνω απ’το τραπέζι και έλεγε “Με το σταυρό στο χέρι πάμε Γιάννη, με το σταυρό στο χέρι”, και γέλαγε γιατί το αστείο ήταν δικό του και του είχε φανεί πάρα πολύ καλό - και δεν ήταν κακό, δεν το αδικώ. Γέλαγε και ο παππούς, του έλεγε και αυτός τα δικά του: “Ασπρα μαλλιά στην κεφαλή κακά μαντάτα στη μπζωλή, Παναγιώτη μου” (ο παππούς έχει μαύρα μαλλιά και σήμερα - ο Παναγιώτης είχε ήδη άσπρα από τότε). Η γιαγιά δε συμμεριζόταν. Δε χαμπάριαζε με τη γκαμία. Και δώστου, “μη μπίνεις άλλο βρε καημένε”. Επέμενε να του δείχνει με κάθε τρόπο πως αυτό που έκανε ήταν λάθος, για όχι και τόσο σαφείς λόγους, τους οποίους δε μπορούσε να συζητήσει εκείνη την ώρα, αλλά ούτε και του είπε μετά ποτέ.
Τότε νόμιζα ότι ο παππούς ήταν απτόητος από όλο το rage που σήκωνε η γιαγιά, και ότι απλά την είχε συνδέσει με Κάιρο (της οποίας έκφρασης το γλωσσολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον είναι μεγάλο). Εκείνο το απόγευμα δεν ήταν τόσο απλό όμως.
Εγώ τότε ήμουν κοντά 9 χρονώ. Οι απορίες μου από αυτό το σκηνικό ήταν πολλές. Πέρα από το τι είναι “του κώλου τα εννιάμερα” δε μπορούσα να καταλάβω πως διάλο ο παππούς άντεχε αυτή τη συνεχή καταπίεση που δεν είχε καμία λογική εξήγηση.
Η λάθος σύνδεση, όμως που έγινε (και παρα-έγινε), είναι η ανάποδη: ότι αφού την άντεχε ο παππούς ενώ αυτή δεν είχε καμία εξήγηση, η συμπεριφορά της γιαγιάς είναι θεμιτή, ίσως και συνηθισμένη, και αν ποτέ πίνω και εγώ τσίπουρα με κάποιο φίλο, είναι λογικό και ίσως αναμενόμενο να μου πρήζει τα αρχίδια και να με αποδοκιμάζει κάποια σύντροφός μου.
Έτσι λοιπόν, εν συνεχεία της αλυσιδωτής καταστροφής, σε όσες παρέες έχω βρεθεί με κάθε γυναίκα της ζωής μου, είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι αυτή η συμπεριφορά, είναι εκεί, στρίβει τη γωνία και έρχεται να καβαλήσει το γκομενάκι μου, οπότε και εγώ για να περάσω καλά σε κοινή παρέα, έπρεπε να έχω κάνει πρι-ντρίνκιν και να έχω βρει τον Άγιο Φωτοτρυπά να του κάνω τάμα.
Και εδώ βλέπουμε πως ένα απόγευμα όταν είσαι 9 χρονών, μπορεί να σου στοιχίσει 4 συνεδρίες ψυχοθεραπείας ή/και μισό τζι φου.
Για την ιστορία, στα 26 μου (τα γενέθλια μου αναβλήθηκαν λόγω κορωνογουατέβερ), κατάλαβα ότι αυτό που έγινε εκείνο το απόγευμα ήταν μια συμπεριφορά ανάμεσα τους, της οποίας τα συστατικά αναλύθηκαν στο εργοστήριο χημείας του κεφαλιού μου και καταγράφηκαν ως: επίδειξη ισχύος (60%), τρου νοιάξιμο (17%), εξωτερίκευση της αδυναμίας της γιαγιάς να περάσει καλά με οτιδήποτε (12%), παιχνίδι του παππού να παρακούσει τη γιαγιά (8%), ανάγκη προσοχής από τη γιαγιά (3%).
Δείκτης/αντίχειρας - ρουφηξιά - φάτσα ακτινίδιο - αντίχειρας/μέσος - κατέβασμα - βήχας - φάτσα κανονική - μπύρα (να πάει κάτω) - φάτσα ακτινίδιο πάλι:
“ά ρε γιαγιάκα…”