Οι Χειμερινοί Κολυμβητές και η "Αίρεση του Ευαγγελίου του Ιούδα"
“Λοιπόν, καλημέρα παιδιά. Σήμερα θέλω να γράψετε μια έκθεση. Θέλω όλο το δύωρο να το αφιερώσουμε σ’αυτό για να συνηθίζετε σιγά σιγά πως είναι να μη γράφετε σπίτι σας και να έχετε μια εικόνα του χρόνου που χρειάζεται…”
Πρέπει να ήταν Μάρτης; Απρίλης; Κάτι τέτοιο. Κοντά στις πανελλήνιες πάντως. Μπήκε μέσα η Παυλίδου και ξεκίνησε το πρωινό ασάλιωτο, ακριβώς με τα παραπάνω λόγια.
Αυτά τα βίαια πρωινά τα είχαμε πια συνηθίσει εκείνη την εποχή. Το να κάνουμε αυτό που θέλουμε ήταν τόσο εκτός της κουβέντας τότε, που είχαμε απολέσει εντελώς το τι όντως θέλαμε. Δεν είχε τόσο καθόλου σημασία που είχε σβήσει απ’ το χάρτη. Πήρε χρόνια να ξαναβρούμε το πως θέλουμε πραγματικά να ξοδεύουμε τα πρωινά μας. Πλατιάζω.
Εγώ ήξερα τα 3 μέρη ενός ορισμού. Ήξερα και τα είδη συλλογισμών. Ήξερα την φιλοσοφία του Παπανούτσου. Ήξερα ακόμα και επιχειρήματα υπερ της θανατικής ποινής. Δεν το συζητώ καν για τα μέρη του λόγου, τις εγκλίσεις και το πότε βάζουμε “ν” στην αιτιατική του θηλυκού και αρσενικού οριστικού άρθρου (ποτέ όμως στον αδύναμο τύπο της αναφορικής αντωνυμίας που έχει συχνά την ίδια μορφή). Αλλά έκθεση για τη διαφήμιση δε θα έγραφα εκείνη τη μέρα, μα τον Τουτατή και τον Μπελενός και τον Μπελισαμά (λογικά τονιζονται όλα στη λήγουσα, αφού ήταν όλοι Γάλλοι).
Πήρα την κόλλα αναφοράς και ήξερα στο λεπτό το τι θα γινόταν. Ήταν όλοι στην εισαγωγή και εγώ έβαλα τα γέλια μόνος μου. Τα γέλια του τρελού… Το ότι καθόμουν μόνος μου δεν ήταν καμία έκπληξη. Μ’ αγαπούσαν όλοι σε εκείνη την τάξη, αλλά όπως αγαπάς τον τρελό του χωριού. Τον τρακαδόρο της παρέας. Το γατάκι που “είναι τυφλό μωρέ”. Όχι σαν ίσο, αλλά σαν τον περίεργο / εξωτικό / εξτραβαγκάντ τύπο που λογικά θα καταλήξει σε καταλήψεις εκθεσιακούς χώρους τέχνης του Βερολίνου να πίνει κεταμίνες και να του στέλνουν φράγκα οι γονείς του. Το σχέδιο αυτό μ’ αρεσε, αλλά χάλαγε κάπου στα φράγκα, αλλά και στις κεταμίνες. Κυρίως όμως στην τέχνη. Πλατιάζω.
Η ιδέα κατέβηκε σαν αυγό. Ήταν τόσο ανέλπιστα ολοκληρωμένη που δε μπορούσα να κρατηθώ και να μη σκάσω στα γέλια, και να μην αθετήσω έτσι σκωπτικά την εντολή να γράψω μια έκθεση για τη διαφήμιση. Μα ήταν όμως ιδιοφυής ιδέα - τίποτα λιγότερο. Έμπλεκε μια χριστιανική αίρεση με την κοινωνική ζωή σε μια κωμόπολη της βόρειας Ελλάδας και όλα αυτά με τους Χειμερινούς Κολυμβητές, τη μπάντα που λάτρευε ο πατέρας μου και ακούγαμε (το δίσκο “ Όχι Λάθη, Πάντα Λάθη ”) στα παιδικά μου χρόνια από το - καινούργιο ακόμα - σίντι πλέηερ.
Ανάμεσα σε πνιχτά γέλια, μουτζουρώματα περίεργα κοιτάγματα, στυλό ανάμεσα στο πάνω χείλος και στη μύτη και άλλα σχολικά, δημιουργήθηκε λοιπόν το κείμενο (επισυνάπτεται). Οι κόλλες αναφοράς μαζεύτηκαν και η ζωή συνεχίστηκε.
Βδομάδες μετά ήρθαν οι διορθωμένες εκθέσεις. Κανείς δεν τις περίμενε και κανείς δε νοιαζόταν πραγματικά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που τώρα, όπως μαθαίνω από το φέησμπουκ μοιράζουν οι ίδιες διορθωμένες εκθέσεις σε αδιάφορους μαθητές. Ίσως να μπορούσε κανείς να πει ότι το καθηγητιλίκι μοιάζει κάπως με τις πυραμίδες, τύπου Χερμπαλάηφ. Εγώ δε θα το έλεγα όμως, γιατί φιλόλογοι και μαθηματικοί μου έχουν σώσει τη ζωή από την κοινοτυπία και το βούρκο της κανονικότητας, οπότε ναι. Τους ανάβω και κάνα κερί που και που στην εκκλησία του μυαλού μου. Πλατιάζω.
Η έκθεσή μου δεν είχε βαθμό, είχε υπογραφή. Και μάλιστα από αυτές που κάνει κάποιος όταν έχει κάνει πεντακόσα ‘κατομμύρια από δαύτες. Αλλά, εκείνη την ώρα κατάλαβα πως όλα τα έκανα για το βλέμμα της Παυλίδου. Της χαμογέλασα με έναν τρόπο που προσπαθούσε να της εξηγήσει πως αν είχα διπλό κρεββάτι και δεν έμενα με τη μάνα μου θα την καλούσα… Η Παυλίδου ήταν η αδυναμία μου - καθώσπρέπει μεσήλικας και εγώ αλάνι που θα μας ένωνε η κουλτούρα (και ήλπιζα) και το σέξ. Το κλασσικό τρόουπ δηλαδή αλά Λαίδη και Αλήτης, αλά Τιτανικός. Το έχω ξαναπεί: μας έχουν καταστρέψει οι ταινίες .
Οι γενικές διευκρινήσεις ήταν κατατοπιστικές. Αλλά καμιά δεν αναφερόταν σε μένα. Το δράμα τελείωσε και άρχισε να ξαναμαζεύει τις εκθέσεις “για το αρχείο”. Ρε Ουστ! Αυτό είν’ το παιδί μου. Το κρατάω. Πνευματικό μου δικαίωμα. Καρπός της ανίας και της ψυχικής μου αναμπουμπούλας… Η σκηνή του αποχωρισμού με γέμισε αδικία - πράγμα που δεν ήταν τόσο τρελό, το σχολικό περιβάλλον μου το έκανε αυτό κάθε δεύτερη μέρα, τσίλ.
Αλλά το καλό το μονοπάτι ήξερε κι άλλο παλικάρι. Έφαγα το επόμενο μεγάλο διάλειμμα να περιμένω στο γραφείο τον καθηγητών. “Ρε μουνιά, θέλω να μου βγάλετε την έκθεσή μου μια φωτοτυπία τουλάχιστο’, να την έχω να την καμαρώνω” - σχεδίαζα να τους πω όσο χτυπούσα την πόρτα, αλλά δεν είχα καταλήξει αν θα το βάλω αυτό το “Ρε μουνιά”. Με ξένιζε υφολογικά - δεν ταίριαζε στο περικείμενο.
Όταν άνοιξαν την πόρτα είδα κάτι που δεν περίμενα καθόλου. Ένας μαθηματικός (που έμοιαζε με τον Μπιν Λάντεν σε μαθηματικό - καλός ήταν όμως) και άλλη μια φιλόλογος ήταν πάνω από το φωτοτυπικό και έβγαζαν φωτοτυπίες, τι άραγε… Την έκθεσή μου. “Ρε κερατάδες, αφού είστε κανονικοί αθρώποι κι εσείς, γιατί μας το παίζετε ιστορία;” θυμάμαι πως σκέφτηκα. Ζήτησα τις φωτοτυπίες και προς μεγάλη μου έκπληξη μου έδωσαν το πρωτότυπο. Φαίνεται πως αυτή η Παυλίδου το έπαιζε απλά δύσκολη και εξουσία πιο πριν. Αυτές οι γυναίκες μ’ αρέσαν. Το ‘χω δουλέψει όμως από τότε, έχω συνέλθει ίσως και εντελώς. Τώρα μου προκαλούν τη φάτσα ακτινίδιο .
Το κείμενο έχει σωθεί γιατί εκείνη την περίοδο έφτιαξα φέησμπουκ. Και δεν είχα φωτογραφίες να βάλω (ακόμα δεν έχω). Οπότε το σκάναρα και το ανέβασα. Αυτός είναι ο μόνο λόγος που σώνεται ολόκληρο. Παρατείθεται δακτυλογραφημένο για τη δική σας τέρψη, ίσως με ελάχιστες διορθώσεις.
Απολαύστε υπεύθυνα:
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές ήταν, και είναι ακόμα δηλαδή, ένα συγκρότημα από την Καβάλα. Πηγές λένε πως η εκκλησία ήταν αντίθετη με την ίδρυση του συγκροτήματος αυτού για δύο λόγους. Ο ένας και πιο κατανοητός είναι πως η εκκλησία ήταν ανέκαθεν αντίθετη σε κάθε καβάλα (είτε κεφαλαίου είτε μικρού “Κ”).
Ο άλλος είναι πως και το συγκρότημα αυτό φήμες λένε πως είχε σχέσεις με την αίρεση του ευαγγελίου του Ιούδα. Και σα να μην έφτανε αυτό, έβαζε στίχους του ευαγγελίου στα τραγούδια του, όχι σε ανάποδα μηνύματα όπως οι Λέντ Ζέπελιν, αλλά ίσια και απροκάλυπτα. Για παράδειγμα, στο πασίγνωστο τραγούδι τους “ Από το πάρκο στη Μυροβόλο ”, έγραψαν το λόγια του Ιούδα στο Χριστό λίγο πριν το ιστορικό φιλί:
“Ένα φιλάκι δεν είναι δράμα, μην το φορτώνεις με τόσες ιδέες, γιατί από δράμα σε δράμα ξεπέφτεις και επανάσταση πάλι ζητάς”
Το δίστιχο αυτό δεν το αναφέρουν τα άλλα ευαγγέλια, γιατί απλά το ψιθύρισε ο Ιούδας και οι άλλοι απόστολοι δεν το άκουσαν.
Είναι δε γνωστή και μια άλλη φήμη στους σκληροπυρηνικούς της αίρεσης του Ευαγγελίου του Ιούδα, που θέλει τον Ιούδα να μη μετανιώνει για το πουστριλίκι που έκανε στο Χριστό και να μην κρεμιέται, αλλά με το 30 αργύρια να νοικιάζει μια γαλέρα και να σηκώνει τις άγκυρες για τον Παγασητικό. Εικάζεται πως το τραγούδι των Χειμερινών Κολυμβητών “ Στον Παγασητικό ” γράφτηκε την περίοδο που η φήμη για τον μη μετανοημένο Ιούδα τριγυρνούσε περισσότερο από όσο συνήθως στα καφενεία της Καβάλας. Οι Καβαλιώτες λοιπόν, άτυπα φυσικά, είχαν χωριστεί σε δύο παρατάξεις: αυτούς που πίστευαν πως ο Ιούδας κρεμάστηκε - “παραδοσιακοί” και αυτούς που πίστευαν πήγε στον Παγασητικό και πέθανε εκεί - “αιρετικοί”.
Για να αναγνωρίζουν, λοιπόν, στις συνομιλίες τους, την παράταξη που άνηκε ο συνομιλιτής τους, ρωτούσαν την εξής ερώτηση: “Που πέθανε ο Ιούδας;” Οι Χ.Κ., λοιπόν, στο τραγούδι τους επαναλαμβάνουν πολλές φορές τη φράση: “… Στον Παγασητικό”:
“Στον Παγασητικό χαθήκαμ’ ένα βράδυ”
“Στον Παγασητικό το βράδυ ερημίτες”
τονίζοντας έτσι πως ο Ιούδας πέθανε στον Παγασητικό και διαλαλώντας την άποψή τους αυτή.
Εκείνη την περίοδο οι παραδοσιακοί αποτραβήχτηκαν από τα κοινά, ενοχλημένοι από τους αιρετικούς, οπότε και βρήκαν ένα καφενείο όπου θα μαζεύονταν μόνο παραδοσιακοί, μετά από πρωτοβουλία δικιά τους, αλλά και τις δημοτικής αστυνομίας, η οποία το τελευταίο διάστημα διέλυε συμπλοκές και καυγάδες ανάμεσα σε αιρετικούς και παραδοσιακούς (πότε η εκκλησία δεν αποσκόπησε στη διαίρεση του πλήθους άλλωστε;). Έτσι οι παραδοσιακοί έκανα στέκι τους ένα καφενείο που λεγόταν “Μικρό Καφέ”. Οι αιρετικοί σιγά-σιγά άρχισαν να κάνουν στέκι τους ένα άλλο καφενείο “τη Μυροβόλο”, ένα καφενείο που έπαιζε αποκλειστικά Χ.Κ (τους μπροστάρηδες της αίρεσης). Στο τραγούδι τους “ Το πολλαπλό σου είδωλο ”, περιγράφεται ο έρωτας μέλους του συγκροτήματος για μια παραδοσιακή κοπέλα.
“Όσο κι αν θέλουμε ποτές δε θα ειδωθούμε”
εδώ φανερώνεται η διαφορά στις αντιλήψεις, που ούτε ο έρωτας δεν μπορεί να γεφυρώσει.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό των παραδοσιακών ήταν το χτένισμά τους. Ήταν πάντα καλοχτενισμένοι. Σε αντίθεση με τους αιρετικούς που έβγαιναν πάντα αχτένιστοι. Αυτός ήταν ένας τρόπος να ξεχωρίζουν ο ένας τον άλλον. Ο στίχος:
“Τ’ αχτένιστα μαλλιά σου καλέ μου χθες ήταν καλοχτενισμένα”
γράφτηκε όταν ο τραγουδιστής του συγκροτήμτος (πρωτεργάτης της αίρεσης του Ευαγγελίου του Ιούδα) εμπλέχει σε ερωτική περιπέτεια με μια κοπέλα που οι γονείς της ήταν παραδοσιακοί. Περιγράφει λοιπόν πόσο εύκολα της άλλαξε της απόψεις που της είχαν με τη βία εμφυσήσει οι γονείς της και την έκανε αιρετική εν μία νυκτί.
Η εκκλησία,, λοιπόν, έκανε κινήσεις ώστε να πετύχει τη διάλυση του συγκροτήματος αυτού, κάτι που πέτυχε μια χρονολογία που δε θυμάμαι. Η επανένωσή τους όμως, η οποία συνέβη πρόσφατα άφησε ανικανοποίητους τους κόλπους της εκκλησίας (φαινόμενο σύνηθες) καθώς ήταν πρόωρη.
Τα σέβη μου,
Καληνύχτα
Το πρωτότυπο, για του λόγου το αληθές, βρίσκεται εδώ:
Σελίς Πρώτη
Σελίς Δεύτερη
Σελίς Τρίτη
Σελίς Τέταρτη
(ξέρετε τώρα, αλά παλαιά, δεξί κλίκ ↝ “Άνοιγμα Εικόνας σε Νέα Καρτέλα”, ζούμ και τέτοια)