Χρηματαποστολή ή 'Η Φράση Που Κερδίζει'
Είχε μόλις παραλάβει με αυτό το τεράστιο τεθωρακισμένο βαν. Έβγαινε από το πάρκινγκ της Εθνικής Τράπεζας. Κρατούσε το συμπλέκτη μισοπατημένο στην ανηφόρα της εξόδου περιμένοντας τη σειρά του και το αλεξίσφαιρο γιλέκο τον έσφιγγε στις κλείδες. “Ο οδηγός δε γνωρίζει το συνδιασμό”. Και πράγματι, δεν τον γνώριζε. Ήταν μέρος της διαδικασίας. Η δουλειά του περιοριζόταν στο να οδηγήσει από την Ομόνοια ως την Ηγουμενίτσα, μετά να πάρει το καράβι για Κέρκυρα και τέλος να “παραδώσει” στην Εθνική Τράπεζα εκεί, κοντά στο Κωδωνοστάσιο.
Κατέβαινε προς το Χαϊδάρι για να πάρει την Αθηνών-Κορίνθου. Στο ραδιόφωνο έπαιζε κάποιος σταθμός από αυτούς που κάποια παραγωγός με χαριτωμένη και παρτσακλίδικη φωνή παίρνει τυχαία τηλέφωνα στον αέρα, χαρίζοντας χρήματα σε όποιον ξέρει “τη φράση που κερδίζει”. Συνήθως, στην άλλη μεριά της γραμμής είναι κάποιος γέρος ή κάποια γριά, που δεν ακούει καλά, δεν ξέρει “τη φράση που κερδίζει” και πιθανότατα έβλεπε ειδήσεις στην τηλεόραση ή κοιμόταν πριν το τηλεφώνημα. Η παραγωγός πληρώνεται για να κλείνει συνοπτικά, αλλά χωρίς να χάνει το στυλ της, τα παράθυρα που ανοίγει σε αυτούς τους μίζερους κόσμους, στα σπίτια που έχουν στο σαλόνι τους “σερβάν”, προθήκη για κρυστάλλινα ποτήρια και πόρτες με τζαμάκι στο πάνω μέρος. Παθιαζόταν μερικές φορές, “έλα πες τη φράση” έλεγε από μέσα του, όσο κάποιος γέρος απαντούσε ανόρεχτα και μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς τον θέλουν στο τηλέφωνο.
Δεν του είχαν φορτώσει το σύστημα που πλήρωνε αυτόματα από την εταιρεία του, οπότε σταμάτησε στα διόδια - αν και αυτά τα οχήματα τυπικά απαγορεύεται να σταματούν στη διαδρομή. Φορτηγό 2 αξόνων, το ποσό αναγράφηκε στη μικρή οθόνη. Το χέρι βγήκε από το κουβούκλιο, περιμένοντας με κάποια αγένεια, σαν ένας υποχρεωτικός ζητιάνος. Του δίνεις τα λεφτά, αυτό το παίρνει μέσα και σε λίγη ώρα η μπάρα ανοίγει. Ο οδηγός έβγαλε το πορτοφόλι του, τράβηξε ένα χαρτονόμισμα και το έδωσε. Η μπάρα άνοιξε, όμως αυτή ήταν η παγίδα - την είχε πατήσει πολλές φορές. Αν δεν περίμενε την απόδειξη (που δίνεται πάντα μετά το άνοιγμα της μπάρας), δε θα μπορούσε να ζητήσει τα χρήματα των διοδίων από την εταιρεία του. Δεν υπήρχε πρόβλημα, μπορούσε να περιμένει. Το καράβι έφευγε αργά. Θα το προλάβαινε. Φύλαξε ευλαβικά την απόδειξη. “Καλό σας ταξίδι” είπε στον αέρα η υπάλληλος των διοδίων. Μπορούσε να περιμένει, αλλά δε μπορούσε και να χασομεράει.
Είχε περάσει το Ξυλόκαστρο όταν τον πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του. Την αγαπούσε τη γυναίκα του. Με αυτήν την κουρασμένη αγάπη των παλιών ζευγαριών, που ο γάμος τους είχε τραπέζι με μακρινούς συγγενείς, γαμήλια δώρα αποχυμωτές, αρτοπαρασκευαστές και ασημένια σερβίτσια. Από αυτό είχαν μείνει διάφορες κορνίζες στο σύνθετο του σαλονιού τους, μια αθάνατη καφετιέρα και αυτή, η κουρασμένη, αγάπη. Τον ρώτησε για το πρόγραμμα του, τις επόμενες δύο ημέρες, φαινομενικά για να κανονίσει κάποιο οικογενειακό τραπέζι, όμως και με μία υποψία επιθυμίας να τον δει, που αυτός δεν κατάλαβε. Είχε να γυρίσει από την Κέρκυρα στην ΑΘήνα, την επομένη το απόγευμα θα ήταν σίγουρα σπίτι. Να το κανόνιζε το τραπέζι.
Το τεθωρακισμένο βανάκι μετέφερε περί το ενάμιση εκατομμύριο ευρώ, σε ασφαλισμένους φακέλους των πενήντα χιλιάδων, οι οποίοι χρωματίζουν τα χρήματα με ανεξίτηλη μπογιά σε περίπτωση παραβίασής τους και βρίσκονται προσαρτημένοι σε τρεις αριθμημένες και επίσης τεθωρακισμένες βαλίτσες που ανοίγουν με συνδιασμούς και φέρουν πομπό Τζίπιές. Ήταν η εβδομαδιαία αποστολή στην Εθνική Τράπεζα της Κέρκυρας, την τουριστική εποχή της τρίτης εβδομάδας του Ιουλίου. Τα χρήματα στη συνέχεια κατανέμονται στα Έητιέμ της Κέρκυρας, κοντά δέκα στον αριθμό και από άκρη σ’ άκρη του νησιού, αυτή τη φορά από υπαλλήλους μιάς τοπικής εταιρείας ασφαλείας. Τα χρήματα αυτά θα τραβηχτούν από τα Έητιεμ, από Κερκυραίους και τουρίστες, και θα δοθούν σε κοινόχρηστα πολυκατοικιών, καθηγητές ιδιαιτέρων που κάνουν καλοκαιρινά μαθήματα σε μαθητές λυκείου - προετοιμάζοντάς τους για τις Πανελλήνιες, σε γραφεία ενοικίασης αυτοκινήτων, “γουρουνών”, δίκυκλων και ποδηλάτων που “τους έχει χαλάσει το Πιοές σήμερα” και δυστυχώς δε μπορούν να δεχτούν κάρτες, σε τιπς κάποιας σερβιτόρας που ξεκλέβει όσο χρόνο μπορεί από το σερβίρισμα για να καθησυχάσει το αγόρι της που παρουσιάστηκε στην ΕΣΣΟ Ιουλίου στη Θήβα και ζει μια κόλαση επι γης, φοβούμενος ότι η κοπέλα του θα τον απατήσει τώρα που αυτός λέιπει και αυτή είναι σε ένα νησί γεμάτο τουρίστες όλων των ειδών και ανησυχώντας πως στην πραγματικότητα του ρίχνει “στάχτη στα μάτια” με όλα αυτά τα μηνύματα, πράγμα που εντείνεται ανεξέλεγκτα όταν αυτή, απασχολημένη σε κάποιο τραπέζι, αργεί να απαντήσει ή να κάνει ριάξιον.
Αφού πέρασε τη γέφυρα του ήρθε να κατουρήσει. Το πρωτόκολλο σε καμία περίπτωση δεν εγκρίνει στάση όπου ο οδηγός αποβιβάζεται του οχήματος ενώ δεν υπάρχει “οπλισμένη συνοδεία”. Και εκείνη τη μέρα δεν υπήρχε “οπλισμένη συνοδεία”. Οι προσαυξήσεις ενός μισθού, σε αυτή τη χώρα, συχνά ανέρχονται τουλάχιστον στο ένα τέταρτο του καθαρού εισοδήματος. Αυτός είναι αρκετός λόγος για μία επιχείρηση να δακτυλομετρά τους εργαζομένους της. Στις εταιρείες ασφαλείας, που ο εξοπλισμός έχει κάποιο κόστος, συν κάποιες ασφαλιστικές καλύψεις που είναι ειδικές σε υπαλλήλους του κλάδου, το κόστος του κάθε υπαλλήλου, μαζί με τη δαπάνη για την εκπαίδευσή του, το κάνει πραγματικά δύσκολο να υπάρχει ένας υπάλληλος ικανός για “οπλισμένη συνοδεία” σε κάθε χρηματαποστολή. Αυτό δεν αποτελεί πραγματικά πρόβλημα, αφού κανείς δεν είναι σε θέση να διασταυρώσει αν υπήρχε “οπλισμένη συνοδεία” σε κάθε δρομολόγιο, εκτός αν τα πράγματα παρεκτραπούν και η εταιρεία ασφαλείας βρεθεί υπόλογη. Αυτό όμως είναι ένα ρίσκο που μια εταιρεία μπορεί να πάρει, καθώς τα χρήματα κάθε χρηματαποστολής είναι έτσι κι αλλιώς ασφαλισμένα και τα πρόστιμα χαμηλά και εφάπαξ. Έγειρε να πιάσει κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού ένα άδειο πλαστικό μπουκαλάκι νερού, ακριβώς ενώ περνούσε από τα ΣΕΑ του Αγρινίου. Θα κατουρούσε εκεί, όπως οι περιπτεράδες και θα το πετούσε στο καράβι για Κέρκυρα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Το είχε ξανακάνει. Δε βαριέσαι.
Το κρουζ κοντρόλ έδειχνε σταθερά 130 και αυτός κρατούσε το τιμόνι ανόρεχτα. Απ’ το μυαλό του πέρασε αυτό που του είχε πει ο τελευταίος σερβιτόρος που είχε στο μαγαζί του πριν κλείσει. Πως οι εργαζόμενοι στην εστίαση πρέπει να πληρώνονται αρκετά ώστε να μπορούν να καθήσουν στο μαγαζί στο οποίο δουλεύουν, σίγουρα μια φορά τη βδομάδα, ως πελάτες. Σκέφτηκε το εστιατόριο που είχε πάει τη γυναίκα του για την εικοστή τους επέτειο στην Αθήνα. Ο λογαριασμός είχε έρθει 130 ευρώ ακριβώς. Το θυμόταν καθαρά. Εν τω μεταξύ είχε περάσει την Πρέβεζα, ήθελε καμιά-μιάμιση ώρα για Ηγουμενίτσα και άλλο τόσο για Κέρκυρα.
Μπαίνοντας στο “Ελένη” για Κέρκυρα θυμήθηκε τη μάνα του τη μακαρίτισσα και το πατρικό του. Δεν ήταν όμορφο σπίτι, ούτε σε καλή περιοχή. Δε θα μπορούσε να το κάνει ερμπιενμπί. Ήταν όμως το μόνο του περιουσιακό στοιχείο. Ήταν πιθανό να μην καταφέρει να το κρατήσει. Το είχε υποθηκεύσει για το μαγαζί που είχε ανοίξει πριν τον κόβιντ. Είχε κάνει και διακανονισμό με την τράπεζα για το δάνειο. Ήταν κάποιες δόσεις πίσω, και δεν είχε τελειώσει ακόμα την αποπληρωμή των τόκων. Δεν ήταν μεγάλο δάνειο. Λιγότερο από πενήντα χιλιάδες ευρώ είχαν μείνει ανεξόφλητα. Του φαίνονταν όμως βουνό - στα πενηντα-οχτώ του.
Οδηγώντας πάνω στην μπουκαπόρτα του “Ελένη” όλο το βαν τρανταζόταν. Οι τεθωρακισμένες βαλίτσες μέσα στον σφραγισμένο θάλαμο με τα τιμαλφή έτριζαν πάνω στο επενδυμένο με ατσάλι έδαφος του βαν. Κλείδωσε, ασφάλισε και βγήκε. Πήρε έναν καραβίσιο καφέ στο χάρτινο ποτηράκι, και περίμενε, όσο τουρίστες ζουζούνιζαν ζωηρά στα σαλόνια του πλοίου, ψάχνοντας πρίζες για τους φορτιστές των κινητών τους και το σποτάκι της ακτοπλοϊκής έπαιζε στην οθόνη με την επιβλητική του μουσική, εξηγώντας τι να κάνουν σε περίπτωση κινδύνου, και που βρίσκονται ακριβώς τα μάστερ στέησονς.
Οι υπάλληλοι της τράπεζας είχαν ενημερωθεί για την άφιξή του όσο αυτός καβαλούσε το κράσπεδο στον πεζόδρομο, κοντά στην πλάγια είσοδο εκείνου του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας. Αυτοί γνώριζαν το συνδιασμό. Απασφάλισαν το θάλαμο των τιμαλφών, και μία-μία μετέφεραν τις τρεις τεθωρακισμένες βαλίτσες μέσα στο κτίριο. Κάθησε για λίγο έξω περιμένοντας την καταμέτρηση, ώσπου ο ίδιος υπάλληλος της τράπεζας βγήκε έξω με το αποδεικτικό παραλαβής, υπογεγραμμένο από τους δύο υπεύθυνους του καταστήματος.
Έβαλε ξανά μπρος. Είχε λίγο χρόνο μέχρι να φύγει το καράβι για Ηγουμενίτσα, οπότε μπορούσε να πάει λίγο πιο κάτω, στο πρακτορείο του ΟΠΑΠ. Του είχε κολλήσει το 130 και σκέφτηκε να πάρει ένα λαχείο αν βρει με αυτόν τον λήγοντα. Απ’το μυαλό του δεν είχε ποτέ περάσει πώς ένιωθε ο πρώην σερβιτόρος του, που σέρβιρε πιάτα που δε θα μπορούσε ποτέ να φάει και κρασιά που δε θα μπορούσε ποτέ να ευχαριστηθεί. Πώς ένας από αυτούς τους τριάντα φακέλους θα μπορούσαν να σώσουν το πατρικό του σπίτι. Απ’το μυαλό του δεν είχε ποτέ περάσει πως επιμελώς του είχαν κρύψει “τη φράση που κερδίζει”.